Anonymous

φιλήδονος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλήδονος:''' -ον ([[ἡδονή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά την [[ηδονή]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διακατέχεται από [[επιθυμία]] να φέρνει [[ευχαρίστηση]], σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλήδονος:''' -ον ([[ἡδονή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά την [[ηδονή]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διακατέχεται από [[επιθυμία]] να φέρνει [[ευχαρίστηση]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλήδονος:''' <b class="num">1)</b> любящий удовольствия, преданный наслаждениям (φ. καὶ [[φυγόπονος]] Polyb.; φ. ὁ [[Πάρις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> дарящий наслаждение: [[φιλήδονον]] Βάκχοιο [[νᾶμα]] Anth. = [[οἶνος]].
}}
}}