φορτικός: Difference between revisions

6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φορτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φόρτος]]<br />[[ενοχλητικός]], [[βαρετός]] (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[δυσνόητος]], [[δύσκολος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για νόμους ή αποφάσεις) [[αυστηρός]], [[σκληρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χυδαίος]], [[ανάγωγος]] (α. «βωμολόχοι καὶ φορτικοί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[δίαιτα]] φορτικὴ καὶ [[ἀφιλόσοφος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ρητ. ύφος) [[πομπώδης]] και [[ανούσιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φορτικόν</i><br />η [[φορτικότητα]], το να [[είναι]] [[κάτι]] πομπώδες και ανούσιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φορτικώς]] / <i>φορτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φορτικά</i> Ν<br />με τρόπο φορτικό, με τρόπο που ενοχλεί ή που δίνει την [[εντύπωση]] του βαρετού<br /><b>αρχ.</b><br />με μη εκλεπτυσμένο και με χυδαίο τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[φορτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φόρτος]]<br />[[ενοχλητικός]], [[βαρετός]] (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[δυσνόητος]], [[δύσκολος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για νόμους ή αποφάσεις) [[αυστηρός]], [[σκληρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χυδαίος]], [[ανάγωγος]] (α. «βωμολόχοι καὶ φορτικοί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[δίαιτα]] φορτικὴ καὶ [[ἀφιλόσοφος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ρητ. ύφος) [[πομπώδης]] και [[ανούσιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φορτικόν</i><br />η [[φορτικότητα]], το να [[είναι]] [[κάτι]] πομπώδες και ανούσιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φορτικώς]] / <i>φορτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φορτικά</i> Ν<br />με τρόπο φορτικό, με τρόπο που ενοχλεί ή που δίνει την [[εντύπωση]] του βαρετού<br /><b>αρχ.</b><br />με μη εκλεπτυσμένο και με χυδαίο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορτῐκός:''' -ή, -όν ([[φόρτος]])·<br /><b class="num">1.</b> από τη [[φύση]] του [[αρμόδιος]] για τη [[μεταφορά]] φορτίων· μεταφ. (πρβλ. [[φόρτος]] II), [[ενοχλητικός]], [[ανιαρός]], σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[κοινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για δημηγορικά επιχειρήματα, ταπεινά, χυδαία, Λατ. ad captandum [[vulgus]], σε Πλάτ.· τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], εξαιτίας χυδαίας αλαζονείας, σε Αισχίν.· επίρρ. [[φορτικῶς]], αγροίκως, [[χυδαίως]], όπως ο [[απαίδευτος]] [[άνθρωπος]] σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}