Anonymous

φορτικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορτῐκός:''' -ή, -όν ([[φόρτος]])·<br /><b class="num">1.</b> από τη [[φύση]] του [[αρμόδιος]] για τη [[μεταφορά]] φορτίων· μεταφ. (πρβλ. [[φόρτος]] II), [[ενοχλητικός]], [[ανιαρός]], σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[κοινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για δημηγορικά επιχειρήματα, ταπεινά, χυδαία, Λατ. ad captandum [[vulgus]], σε Πλάτ.· τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], εξαιτίας χυδαίας αλαζονείας, σε Αισχίν.· επίρρ. [[φορτικῶς]], αγροίκως, [[χυδαίως]], όπως ο [[απαίδευτος]] [[άνθρωπος]] σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''φορτῐκός:''' -ή, -όν ([[φόρτος]])·<br /><b class="num">1.</b> από τη [[φύση]] του [[αρμόδιος]] για τη [[μεταφορά]] φορτίων· μεταφ. (πρβλ. [[φόρτος]] II), [[ενοχλητικός]], [[ανιαρός]], σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[κοινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για δημηγορικά επιχειρήματα, ταπεινά, χυδαία, Λατ. ad captandum [[vulgus]], σε Πλάτ.· τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], εξαιτίας χυδαίας αλαζονείας, σε Αισχίν.· επίρρ. [[φορτικῶς]], αγροίκως, [[χυδαίως]], όπως ο [[απαίδευτος]] [[άνθρωπος]] σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''φορτικός:''' <b class="num">1)</b> тяжелый, тягостный, тяжеловесный, неуклюжий ([[σχῆμα]] ῥήματος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тягостный, неприятный: εἰ φορτικώτερον εἶναι τὸ ῥηθησόμενον δόξει, [[λέξω]] Dem. если то, что я собираюсь сказать, и покажется неприятным, я (все же это) выскажу;<br /><b class="num">3)</b> грубый, некультурный, тж. низменный, пошлый ([[χωρίον]] Arph.; ἡδοναί Plat.; ὁ μὲν πεπαιδευμένος, ὁ δὲ [[φορτικός]] Arst.): τὸ τῶν κωμῳδῶν [[πρᾶγμα]] φορτικὸν ποιεῖν Plat. разыгрывать пошлую комедию; οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι Arst. совершенно необразованная толпа - см. тж. [[φορτικόν]].
}}
}}