3,274,187
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[γλήνη]])<br /><b>1.</b> [[αβαθής]] [[κοιλότητα]] άρθρωσης<br /><b>2.</b> η [[κόρη]] του ματιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μάτι]]<br /><b>2.</b> το μικρό [[είδωλο]] που σχηματίζεται στην [[κόρη]] του ματιού<br /><b>3.</b> [[κούκλα]], παιδικό [[παιχνίδι]] <b>φρ.</b>, «<i>ἔρρε</i>, <i>κακὴ [[γλήνη]]» — χάσου, [[παλιοκόριτσο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γλήνη]], [[γλήνος]] αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Αν ως [[αφετηρία]] τών ποικίλων χρήσεων τών λέξεων εκληφθεί η [[έννοια]] «[[λάμπω]], [[λαμποκοπώ]]», [[τότε]] μπορούν να συσχετιστούν με τα [[γαλήνη]], [[γέλως]] [[χωρίς]] να [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η αρχική δισύλλαβη [[ρίζα]] (<i>γλη</i>- ή <i>γλα</i>- ή [[ακόμη]] και <i>γλασ</i>-). Η [[αναγωγή]] της λ. [[γλήνη]] «[[κούκλα]]» σε αιγαιακό [[υπόστρωμα]], [[καθώς]] και ο [[συσχετισμός]] της με το σλαβ. <i>zr</i><i>ě</i><i>nica</i> «[[κόρη]] οφθαλμού» [[είναι]] [[μάλλον]] επισφαλείς. Παρόμοια [[προς]] το [[γλήνος]] (με [[επίθημα]] - <i>n</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>es</i>-) σχηματίζονται λέξεις που δηλώνουν κοινωνική ή θρησκευτική [[αξία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άφενος]] «[[πλούτος]], [[περιουσία]]», [[τέμενος]] κ.λπ. Αξιόλογη, από πλευράς σημασιολογικής εξελίξεως, [[είναι]] η ήδη ομηρική [[λέξη]] [[γλήνη]], που εμφανίζει τις σημασίες «[[κόρη]] του ματιού», «[[μάτι]]», (συνεκδοχικά) «το μικρό [[είδωλο]] που σχηματίζεται στην [[κόρη]] του ματιού», απ' όπου «[[κούκλα]], παιδικό [[παιγνίδι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> φρ. ἔρρε, κακή «[[γλήνη]]»), [[επειδή]] οι διάφορες εικόνες αντικαθρεφτίζονται μικροσκοπικές στα μάτια (<b>[[πρβλ]].</b> αντίστροφη σημασιολογική [[εξέλιξη]] στο [[κόρη]] «[[κορίτσι]], [[κοπέλα]]» απ' όπου «[[κόρη]] ματιού»). Τέλος, οι σημασίες «[[αβαθής]] [[κοιλότητα]] αρθρώσεως» (μικρότερη από την [[κοτύλη]] «[[οτιδήποτε]] [[κοίλο]], [[κοιλότητα]]») και «[[κερήθρα]]» αποτελούν μεταφορικές χρήσεις που έχουν ως [[αφετηρία]] πιθ. τη [[σημασία]] τη σχετική με το [[μάτι]]]. | |mltxt=η (Α [[γλήνη]])<br /><b>1.</b> [[αβαθής]] [[κοιλότητα]] άρθρωσης<br /><b>2.</b> η [[κόρη]] του ματιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μάτι]]<br /><b>2.</b> το μικρό [[είδωλο]] που σχηματίζεται στην [[κόρη]] του ματιού<br /><b>3.</b> [[κούκλα]], παιδικό [[παιχνίδι]] <b>φρ.</b>, «<i>ἔρρε</i>, <i>κακὴ [[γλήνη]]» — χάσου, [[παλιοκόριτσο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γλήνη]], [[γλήνος]] αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Αν ως [[αφετηρία]] τών ποικίλων χρήσεων τών λέξεων εκληφθεί η [[έννοια]] «[[λάμπω]], [[λαμποκοπώ]]», [[τότε]] μπορούν να συσχετιστούν με τα [[γαλήνη]], [[γέλως]] [[χωρίς]] να [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η αρχική δισύλλαβη [[ρίζα]] (<i>γλη</i>- ή <i>γλα</i>- ή [[ακόμη]] και <i>γλασ</i>-). Η [[αναγωγή]] της λ. [[γλήνη]] «[[κούκλα]]» σε αιγαιακό [[υπόστρωμα]], [[καθώς]] και ο [[συσχετισμός]] της με το σλαβ. <i>zr</i><i>ě</i><i>nica</i> «[[κόρη]] οφθαλμού» [[είναι]] [[μάλλον]] επισφαλείς. Παρόμοια [[προς]] το [[γλήνος]] (με [[επίθημα]] - <i>n</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>es</i>-) σχηματίζονται λέξεις που δηλώνουν κοινωνική ή θρησκευτική [[αξία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άφενος]] «[[πλούτος]], [[περιουσία]]», [[τέμενος]] κ.λπ. Αξιόλογη, από πλευράς σημασιολογικής εξελίξεως, [[είναι]] η ήδη ομηρική [[λέξη]] [[γλήνη]], που εμφανίζει τις σημασίες «[[κόρη]] του ματιού», «[[μάτι]]», (συνεκδοχικά) «το μικρό [[είδωλο]] που σχηματίζεται στην [[κόρη]] του ματιού», απ' όπου «[[κούκλα]], παιδικό [[παιγνίδι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> φρ. ἔρρε, κακή «[[γλήνη]]»), [[επειδή]] οι διάφορες εικόνες αντικαθρεφτίζονται μικροσκοπικές στα μάτια (<b>[[πρβλ]].</b> αντίστροφη σημασιολογική [[εξέλιξη]] στο [[κόρη]] «[[κορίτσι]], [[κοπέλα]]» απ' όπου «[[κόρη]] ματιού»). Τέλος, οι σημασίες «[[αβαθής]] [[κοιλότητα]] αρθρώσεως» (μικρότερη από την [[κοτύλη]] «[[οτιδήποτε]] [[κοίλο]], [[κοιλότητα]]») και «[[κερήθρα]]» αποτελούν μεταφορικές χρήσεις που έχουν ως [[αφετηρία]] πιθ. τη [[σημασία]] τη σχετική με το [[μάτι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλήνη:''' ἡ, [[κόρη]] ματιού, [[βολβός]] ματιού, [[οφθαλμός]], σε Όμηρ., Σοφ.· [[επειδή]] οι εικόνες των αντικειμένων σχηματίζονται μικρές πάνω στην [[κόρη]] του οφθαλμού, κατάντησε να σημαίνει το μικρό [[είδωλο]] ενός άλλου μεγαλύτερου πράγματος, τη [[μαριονέτα]], την [[κούκλα]]· ως χλευαστική [[έκφραση]] ή [[επίπληξη]], <i>ἔρρε</i>, κακὴ [[γλήνη]], [[φύγε]], γκρεμίσου δειλή, ασήμαντη [[κόρη]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |