τέρπω: Difference between revisions

2,305 bytes added ,  30 December 2018
6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρέχω]] [[τέρψη]], [[δίνω]] [[ευχαρίστηση]], [[προξενώ]] [[ηδονή]], [[χαροποιώ]], [[ευαρεστώ]], [[διασκεδάζω]] (α. «τον τέρπει να παίζει με τα [[παιδιά]] του» β. «ἡ [[ἀγγελίη]]... ἔτερψε... [αὐτούς]», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «τί τ' ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους επικ. συγγραφείς συν. μέσ. και παθ.) <i>τέρπομαι</i><br />α) (με γεν. πράγματος) [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] με [[πληρότητα]], το [[χορταίνω]] («φιλότητος ἐταρπήτην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) (με δοτ. οργανική) [[παρέχω]] [[τέρψη]] στον ευατό μου, ευφραίνομαι, ευαρεστούμαι («τὸν δ' [[εὗρον]] φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) (με μτχ.) ευχαριστιέμαι με [[κάτι]] («τέρπεται τιμώμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πῑνε καὶ τέρπου» — πίνε και διασκέδαζε, γλέντα (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «τέρπομαι γόου» — [[χορταίνω]] κλάματα (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τέρπω]], -<i>ομαι</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>terp</i>- /<i>trep</i>- «[[χορταίνω]], ευχαριστιέμαι» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>tarpati</i> «ευχαριστιέμαι, τέρπομαι» και το λιθουαν. <i>t</i><i>ā</i><i>rpti</i> «[[ευτυχώ]]». Η Αρχαία Ινδική, [[ωστόσο]], είχε αρχαιότερους ενεστωτικούς τ., σχηματισμένους από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, <i>tŕpyati</i>, <i>trmpati</i>, <i>trpnoti</i>, [[καθώς]] και θεματικό αόρ. <i>a</i>-<i>trp</i>-<i>at</i>, που αντιστοιχεί στον σπάνιο ομηρικό αόρ. <i>ταρπώμεθα</i> (από όπου ο μτγν. παθ. αόρ. β' <i>ἐτάρπην</i>). Εκτός από τον τ. <i>ταρπώμεθα</i>, εξάλλου, στον Όμηρο μαρτυρούνται και οι [[εξής]] τ. αορίστου: ο τ. <i>τε</i>-<i>τάρπετο</i> (με αναδιπλασιασμό), ο τ. <i>ταρπ</i>-<i>ή</i>-<i>μεναι</i>, ο παθ. αόρ. [[τάρφθη]], με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο τ. <i>ἐ</i>-<i>τέρφθητε</i> και, [[τέλος]], ο σιγματικός αόρ. τ. <i>τερψάμενος</i> / <i>ἐτερψάμην</i>, ο [[οποίος]] διατηρήθηκε στη μτγν. Ελληνική. Το ρ. [[τέρπω]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>τερπι</i>- στο σύνθ. <i>τερπι</i>-<i>κέραυνος</i>, η οποία θα μπορούσε να ενταχθεί στις μορφολογικές εναλλαγές του νόμου του Caland [[μαζί]] με τα σύνθ. σε -<i>τερπής</i> (με σιγμόληκτο θ., <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>τερπής</i>, <i>εὐ</i>-<i>τερπής</i>), <b>βλ.</b> και λ. <i>αργι</i>-. Σε μεγαλύτερο αριθμό ονοματικών σύνθ. το ρ. [[τέρπω]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό με σιγματική [[μορφή]] και φωνηεντισμό -<i>ι</i>-: <i>τερψι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>τερψί</i>-<i>φρων</i>, <i>τερψί</i>-<i>χορος</i> και τα νεοελλ. <i>τερψι</i>-<i>κάρδιος</i>, <i>τερψι</i>-<i>λαρύγγιος</i>). Κατά το [[μοντέλο]] του <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>, [[μάλιστα]], έχει σχηματιστεί [[μεγάλος]] [[αριθμός]] σύνθ. (<b>πρβλ.</b> <i>κλεψι</i>-, <i>βλαψι</i>-, <i>δηξι</i>-, <i>καμψι</i>-, <i>αναξι</i>-, <i>φθερσι</i>-, <i>δεξι</i>-, <i>θελξι</i>-, <i>χαραξι</i>-, <i>τηξι</i>-, <i>ζευξι</i>-, <i>στρεψι</i>-, <i>μεμψι</i>-, <i>ληξι</i>-, <i>πηξι</i>-, <i>πραξι</i>-, [[ταξί]]-, <i>μειξι</i>-, <i>λυσι</i>-, <i>μνησι</i>-, <i>στησι</i>-, <i>μελησι</i>-, <i>φιλησι</i>-, <i>δαμασι</i>-, <i>τελεσι</i>-, <i>τανυσι</i>-, <i>παυσι</i>- <b>κ.ά.</b>), τών οποίων το σιγμόληκτο θ. του α' συνθετικού αντιστοιχεί με τους σιγματικούς μέλλ. και αορ. τών ρημάτων από τα οποία παράγονται, [[καθώς]] και με τα ουσ. σε -<i>σις</i>. Το [[φαινόμενο]] αυτό τών σύνθ. της Ελληνικής με α' συνθετικό που λήγει σε -<i>ι</i>- [[αντί]] -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> και τα σύνθ. σε <i>αργι</i>-, <i>λαθι</i>-, <i>πυκι</i>-, <i>πυρι</i>-, <i>ορεσι</i>-, <i>τελεσι</i>-, με α' συνθετικό ένα όνομα, <b>βλ. λ.</b> <i>αργι</i>-), αποτελεί [[εφαρμογή]] μιας αποδεδειγμένης στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες τάσης, η οποία αποτελούσε πιθ. γενικό νόμο της Ινδοευρωπαϊκής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i><i>ti</i>-<i>v</i><i>ā</i><i>ra</i> «αυτός που δίνει πλούτη»). Κατά μία [[άποψη]], [[μάλιστα]], η αρχική [[μορφή]] τών -<i>σι</i>- ήταν -<i>τι</i>-. Από το θ. του ρ. [[τέρπω]], [[τέλος]], έχει σχηματιστεί [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρωπωνυμίων (<b>πρβλ.</b> <i>Τέρπ</i>-<i>ανδρος</i>, <i>Τερψι</i>-<i>χόρη</i>, <i>Τερψι</i>-<i>κλῆς</i>, <i>Πολύ</i>-<i>τερπος</i>, <i>Εὐ</i>-<i>τέρπη</i>, <i>Τέρπης</i>, <i>Τερπώ</i>, <i>Τερψίων</i>)].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρέχω]] [[τέρψη]], [[δίνω]] [[ευχαρίστηση]], [[προξενώ]] [[ηδονή]], [[χαροποιώ]], [[ευαρεστώ]], [[διασκεδάζω]] (α. «τον τέρπει να παίζει με τα [[παιδιά]] του» β. «ἡ [[ἀγγελίη]]... ἔτερψε... [αὐτούς]», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «τί τ' ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους επικ. συγγραφείς συν. μέσ. και παθ.) <i>τέρπομαι</i><br />α) (με γεν. πράγματος) [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] με [[πληρότητα]], το [[χορταίνω]] («φιλότητος ἐταρπήτην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) (με δοτ. οργανική) [[παρέχω]] [[τέρψη]] στον ευατό μου, ευφραίνομαι, ευαρεστούμαι («τὸν δ' [[εὗρον]] φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) (με μτχ.) ευχαριστιέμαι με [[κάτι]] («τέρπεται τιμώμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πῑνε καὶ τέρπου» — πίνε και διασκέδαζε, γλέντα (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «τέρπομαι γόου» — [[χορταίνω]] κλάματα (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τέρπω]], -<i>ομαι</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>terp</i>- /<i>trep</i>- «[[χορταίνω]], ευχαριστιέμαι» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>tarpati</i> «ευχαριστιέμαι, τέρπομαι» και το λιθουαν. <i>t</i><i>ā</i><i>rpti</i> «[[ευτυχώ]]». Η Αρχαία Ινδική, [[ωστόσο]], είχε αρχαιότερους ενεστωτικούς τ., σχηματισμένους από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, <i>tŕpyati</i>, <i>trmpati</i>, <i>trpnoti</i>, [[καθώς]] και θεματικό αόρ. <i>a</i>-<i>trp</i>-<i>at</i>, που αντιστοιχεί στον σπάνιο ομηρικό αόρ. <i>ταρπώμεθα</i> (από όπου ο μτγν. παθ. αόρ. β' <i>ἐτάρπην</i>). Εκτός από τον τ. <i>ταρπώμεθα</i>, εξάλλου, στον Όμηρο μαρτυρούνται και οι [[εξής]] τ. αορίστου: ο τ. <i>τε</i>-<i>τάρπετο</i> (με αναδιπλασιασμό), ο τ. <i>ταρπ</i>-<i>ή</i>-<i>μεναι</i>, ο παθ. αόρ. [[τάρφθη]], με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο τ. <i>ἐ</i>-<i>τέρφθητε</i> και, [[τέλος]], ο σιγματικός αόρ. τ. <i>τερψάμενος</i> / <i>ἐτερψάμην</i>, ο [[οποίος]] διατηρήθηκε στη μτγν. Ελληνική. Το ρ. [[τέρπω]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>τερπι</i>- στο σύνθ. <i>τερπι</i>-<i>κέραυνος</i>, η οποία θα μπορούσε να ενταχθεί στις μορφολογικές εναλλαγές του νόμου του Caland [[μαζί]] με τα σύνθ. σε -<i>τερπής</i> (με σιγμόληκτο θ., <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>τερπής</i>, <i>εὐ</i>-<i>τερπής</i>), <b>βλ.</b> και λ. <i>αργι</i>-. Σε μεγαλύτερο αριθμό ονοματικών σύνθ. το ρ. [[τέρπω]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό με σιγματική [[μορφή]] και φωνηεντισμό -<i>ι</i>-: <i>τερψι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>τερψί</i>-<i>φρων</i>, <i>τερψί</i>-<i>χορος</i> και τα νεοελλ. <i>τερψι</i>-<i>κάρδιος</i>, <i>τερψι</i>-<i>λαρύγγιος</i>). Κατά το [[μοντέλο]] του <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>, [[μάλιστα]], έχει σχηματιστεί [[μεγάλος]] [[αριθμός]] σύνθ. (<b>πρβλ.</b> <i>κλεψι</i>-, <i>βλαψι</i>-, <i>δηξι</i>-, <i>καμψι</i>-, <i>αναξι</i>-, <i>φθερσι</i>-, <i>δεξι</i>-, <i>θελξι</i>-, <i>χαραξι</i>-, <i>τηξι</i>-, <i>ζευξι</i>-, <i>στρεψι</i>-, <i>μεμψι</i>-, <i>ληξι</i>-, <i>πηξι</i>-, <i>πραξι</i>-, [[ταξί]]-, <i>μειξι</i>-, <i>λυσι</i>-, <i>μνησι</i>-, <i>στησι</i>-, <i>μελησι</i>-, <i>φιλησι</i>-, <i>δαμασι</i>-, <i>τελεσι</i>-, <i>τανυσι</i>-, <i>παυσι</i>- <b>κ.ά.</b>), τών οποίων το σιγμόληκτο θ. του α' συνθετικού αντιστοιχεί με τους σιγματικούς μέλλ. και αορ. τών ρημάτων από τα οποία παράγονται, [[καθώς]] και με τα ουσ. σε -<i>σις</i>. Το [[φαινόμενο]] αυτό τών σύνθ. της Ελληνικής με α' συνθετικό που λήγει σε -<i>ι</i>- [[αντί]] -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> και τα σύνθ. σε <i>αργι</i>-, <i>λαθι</i>-, <i>πυκι</i>-, <i>πυρι</i>-, <i>ορεσι</i>-, <i>τελεσι</i>-, με α' συνθετικό ένα όνομα, <b>βλ. λ.</b> <i>αργι</i>-), αποτελεί [[εφαρμογή]] μιας αποδεδειγμένης στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες τάσης, η οποία αποτελούσε πιθ. γενικό νόμο της Ινδοευρωπαϊκής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i><i>ti</i>-<i>v</i><i>ā</i><i>ra</i> «αυτός που δίνει πλούτη»). Κατά μία [[άποψη]], [[μάλιστα]], η αρχική [[μορφή]] τών -<i>σι</i>- ήταν -<i>τι</i>-. Από το θ. του ρ. [[τέρπω]], [[τέλος]], έχει σχηματιστεί [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρωπωνυμίων (<b>πρβλ.</b> <i>Τέρπ</i>-<i>ανδρος</i>, <i>Τερψι</i>-<i>χόρη</i>, <i>Τερψι</i>-<i>κλῆς</i>, <i>Πολύ</i>-<i>τερπος</i>, <i>Εὐ</i>-<i>τέρπη</i>, <i>Τέρπης</i>, <i>Τερπώ</i>, <i>Τερψίων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέρπω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[τέρπῃσι]]· Ιων. παρατ. <i>τέρπεσκον</i>· μέλ. <i>τέρψω</i>, αόρ. <i>ἔτερψα</i> — Παθ. και Μέσ. έχουν τετραπλό αόρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> αόρ. αʹ <i>ἐτέρφθην</i>, Επικ. <i>ἐτάρφθην</i>, [[τάρφθην]], γʹ πληθ. [[τάρφθεν]].<br /><b class="num">2.</b> Επικ. αόρ. βʹ <i>ἐτάρπην</i>, <i>τάρπην</i>, απαρ. [[ταρπῆναι]], [[ταρπήμεναι]], αʹ πληθ. υποτ. <i>τρᾰπείομεν</i> (αντί <i>ταρπῶμεν</i>).<br /><b class="num">3.</b> αόρ. αʹ <i>ἐτερψάμην</i>, Επικ. υποτ. [[τέρψομαι]].<br /><b class="num">4.</b> Επικ. αόρ. βʹ <i>ἐταρπόμην</i>· επίσης με αναδιπλ. σε όλες τις εγκλίσεις, [[τεταρπόμην]], [[τετάρπετο]], <i>τεταρπώμεσθα</i>, <i>τεταρπόμενος</i>· [[ικανοποιώ]], [[χαροποιώ]], [[προξενώ]] [[χαρά]], [[ευαρεστώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[παρέχω]] [[τέρψη]], [[χαρά]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>τὰ τέρποντα</i>, χαρές, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> με γεν. πράγμ., [[απολαμβάνω]] πλήρως ένα [[πράγμα]], το [[χορταίνω]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>τεταρπώμεσθα γόοιο</i>, ας χορτάσουμε με τον θρήνο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διασκεδάζω]] τον εαυτό μου, ευφραίνομαι, με δοτ. τρόπου, <i>φόρμιγγι</i>, <i>μύθοισι</i> κ.λπ., στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, [[τέρπω]] ἐν θαλίῃς, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· επίσης με μτχ., <i>τέρψει κλύων</i>, σε Σοφ.· <i>τέρπεται τιμώμενος</i>, σε Ευρ.· απόλ., <i>πῖνε καὶ τέρπου</i>, πίνε και διασκέδαζε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., [[διασκεδάζω]], [[τέρπω]] ὄνησιν, σε Ευρ.
}}
}}