3,274,216
edits
(9) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυνατός]], -ή, -όν<br />Μ και [[δυνατός]], -όν) [[δύναμη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δύναμη]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> [[ανθεκτικός]], [[στερεός]] («δυνατό [[προτείχισμα]], [[κάστρο]] κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> [[ικανός]], με αξιόλογες δυνατότητες («[[δυνατός]] [[γιατρός]]»)<br /><b>4.</b> αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει, [[κατορθωτός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] το δυνατόν», «όσο [[είναι]] δυνατόν», «ως δυνατόν» — όσο μπορεί να γίνει, [[μέσα]] σε περιορισμένες δυνατότητες<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θαρραλέος]], [[γενναίος]]<br /><b>2.</b> (για όρκο) [[σταθερός]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> (για [[ομιλία]], λόγο) [[βροντερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαθέτει [[κύρος]] και ασκεί [[επιρροή]]<br /><b>2.</b> (για πυρετό) [[υψηλός]]<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]] ή [[ποτό]]) με υψηλή [[περιεκτικότητα]] οινοπνεύματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[άτεγκτος]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[άγονος]]<br /><b>3.</b> [[πολύς]], [[υπερβολικός]]<br /><b>4.</b> <i>οἱ δυνατοί</i><br />[[τάξη]] γαιοκτημόνων με [[μεγάλη]] ισχύ και προνόμια από το [[κράτος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυνατόν</i><br />α) [[δύναμη]]<br />β) [[σκληρότητα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δυνατός]], -ή, -όν<br />Μ και [[δυνατός]], -όν) [[δύναμη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[δύναμη]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> [[ανθεκτικός]], [[στερεός]] («δυνατό [[προτείχισμα]], [[κάστρο]] κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> [[ικανός]], με αξιόλογες δυνατότητες («[[δυνατός]] [[γιατρός]]»)<br /><b>4.</b> αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει, [[κατορθωτός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] το δυνατόν», «όσο [[είναι]] δυνατόν», «ως δυνατόν» — όσο μπορεί να γίνει, [[μέσα]] σε περιορισμένες δυνατότητες<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θαρραλέος]], [[γενναίος]]<br /><b>2.</b> (για όρκο) [[σταθερός]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> (για [[ομιλία]], λόγο) [[βροντερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαθέτει [[κύρος]] και ασκεί [[επιρροή]]<br /><b>2.</b> (για πυρετό) [[υψηλός]]<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]] ή [[ποτό]]) με υψηλή [[περιεκτικότητα]] οινοπνεύματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[άτεγκτος]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[άγονος]]<br /><b>3.</b> [[πολύς]], [[υπερβολικός]]<br /><b>4.</b> <i>οἱ δυνατοί</i><br />[[τάξη]] γαιοκτημόνων με [[μεγάλη]] ισχύ και προνόμια από το [[κράτος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυνατόν</i><br />α) [[δύναμη]]<br />β) [[σκληρότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῠνᾰτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[δύναμαι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]], [[ικανός]], [[ακμαίος]], [[ιδίως]], στο [[σώμα]], <i>τὸ δυνατώτατον</i>, οι ικανότεροι, οι πιο ρωμαλέοι άνδρες, σε Ηρόδ.· λέγεται για καράβια, [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[ικανός]] να πράξει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ισχυρός]], στον ίδ.· <i>οἱ δυνατοί</i>, οι άριστοι, οι εξέχοντες σε [[καταγωγή]], κοινωνική [[ιεραρχία]] και [[επίδραση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, [[πιθανός]], Λατ. [[quod]] fieri possit, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>δυνατόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., στον ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὁδὸςδυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι</i>, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· <i>κατὰ τὸ δυνατόν</i>, [[quantum]] fieri possit, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως <i>ἐς τὸ δ</i>., σε Ηρόδ.· [[ὅσον]] δυνατόν, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[δυνατά]], ισχυρά, ρωμαλέα, σε Αισχίν.· δ. [[ἔχει]], είναι εφικτό, είναι δυνατόν, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |