Anonymous

δυνατός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῠνᾰτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[δύναμαι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]], [[ικανός]], [[ακμαίος]], [[ιδίως]], στο [[σώμα]], <i>τὸ δυνατώτατον</i>, οι ικανότεροι, οι πιο ρωμαλέοι άνδρες, σε Ηρόδ.· λέγεται για καράβια, [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[ικανός]] να πράξει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ισχυρός]], στον ίδ.· <i>οἱ δυνατοί</i>, οι άριστοι, οι εξέχοντες σε [[καταγωγή]], κοινωνική [[ιεραρχία]] και [[επίδραση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, [[πιθανός]], Λατ. [[quod]] fieri possit, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>δυνατόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., στον ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὁδὸςδυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι</i>, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· <i>κατὰ τὸ δυνατόν</i>, [[quantum]] fieri possit, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως <i>ἐς τὸ δ</i>., σε Ηρόδ.· [[ὅσον]] δυνατόν, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[δυνατά]], ισχυρά, ρωμαλέα, σε Αισχίν.· δ. [[ἔχει]], είναι εφικτό, είναι δυνατόν, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δῠνᾰτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[δύναμαι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]], [[ικανός]], [[ακμαίος]], [[ιδίως]], στο [[σώμα]], <i>τὸ δυνατώτατον</i>, οι ικανότεροι, οι πιο ρωμαλέοι άνδρες, σε Ηρόδ.· λέγεται για καράβια, [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[ικανός]] να πράξει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ισχυρός]], στον ίδ.· <i>οἱ δυνατοί</i>, οι άριστοι, οι εξέχοντες σε [[καταγωγή]], κοινωνική [[ιεραρχία]] και [[επίδραση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, [[πιθανός]], Λατ. [[quod]] fieri possit, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>δυνατόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., στον ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὁδὸςδυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι</i>, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· <i>κατὰ τὸ δυνατόν</i>, [[quantum]] fieri possit, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως <i>ἐς τὸ δ</i>., σε Ηρόδ.· [[ὅσον]] δυνατόν, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[δυνατά]], ισχυρά, ρωμαλέα, σε Αισχίν.· δ. [[ἔχει]], είναι εφικτό, είναι δυνατόν, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῠνᾰτός:''' 3, Pind.<br /><b class="num">1)</b> сильный, крепкий, мощный, могучий (χερσὶ καὶ ψυχᾷ Pind.; καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> могущественный, влиятельный ([[ἄνδρες]] Xen.; [[πολιτεία]] Arst.): δ. χρήμασι Thuc., Plat. богатый, состоятельный; οἱ δυνατοί Soph., Thuc., Xen., Plat., Arst. власть имущие;<br /><b class="num">3)</b> умеющий, умелый, искусный, способный (ποιεῖν τι Thuc. и [[κατά]] τι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> годный, пригодный, удобный (ὁδὸς δυνατὴ πορεύεσθαι Xen.; ἡ δυνατὴ οἰκεῖσθαι [[χώρα]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> хороший, исправный ([[ναῦς]] Thuc.; [[ἵππος]] Xen.; [[προτείχισμα]] Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> возможный (περὶ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου Arst.). - см. тж. [[δυνατόν]].
}}
}}