φύρω: Difference between revisions

1,862 bytes added ,  30 December 2018
6
(45)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] στερεό με ένα [[υγρό]] και [[συνήθως]] το [[χαλώ]], το [[αλλοιώνω]] (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[πάντα]] βορβορῳ πεφυρμένα», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[λερώνω]] («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ραντίζω]], [[βρέχω]], πιτσιλώ (α. «αἵματι δ' [[οἶκος]] ἐφύρθη», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[ὄμμα]] δακρύοις πεφυρμένοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βάφω]] («[[ἱστίον]]... πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>5.</b> [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[σύγχυση]] («φύρουσι δ' αὐτὰ θεοὶ [[πάλιν]] τε καὶ [[πρόσω]] ταραγμὸν ἐντιθέντες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>φύρομαι</i><br />α) ανακατεύομαι με άλλους, [[συναναστρέφομαι]]<br />β) [[κακολογώ]], [[βρίζω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φύρομαι [[περί]] γαστέρος ὁρμήν» — κυλιέμαι στις επιθυμίες της κοιλιάς μου, [[σκέπτομαι]] μόνο τί θα φάω <b>(Οππ.)</b><br />β) «[[φύρω]] ἐν ταῑς ὁμιλίαις» — [[μιλώ]] απρόσεχτα και συγκεχυμένα (Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[φύρω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>-<i>w</i>- «[[αναβράζω]], κινούμαι ορμητικά, έντονα» (<b>βλ. λ.</b> [[φρέαρ]]) και να συνδεθεί με τα: λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]», <i>fermentum</i> «[[ζύμη]], [[ζύμωμα]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>ferment</i> «[[προζύμι]]»), αρχ. αγγλ. <i>beorma</i> «[[προζύμι]]», γερμ. <i>Barme</i> «[[ζύμη]]». Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], το δυσερμήνευτο -<i>ῠ</i>- του ρ. <i>φῡρω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῠρ</i>-<i>jω</i>, με [[επένθεση]] του -<i>j</i>-), το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από την [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας ως -<i>υρ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύλλον]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>bhel</i>-). Η [[σύνδεση]], εξάλλου, του ρ. [[φύρω]] με το αρχ. ινδ. <i>bhurati</i> «ταράζομαι» που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους μελετητές (<b>βλ.</b> και λ. [[πορφύρω]]) δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, όπως [[άλλωστε]] και η [[σύνδεση]] με την ιλλυρικής προέλευσης ονομ. <i>Βούρινα</i>, μιας πηγής στην Κω. Από το ρ [[φύρω]], [[τέλος]], έχει προέλθει με επιτατικό αναδιπλασιασμό ο τ. <i>πορ</i>-[[φύρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>μορ</i>-[[μύρω]]: [[μύρομαι]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] στερεό με ένα [[υγρό]] και [[συνήθως]] το [[χαλώ]], το [[αλλοιώνω]] (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[πάντα]] βορβορῳ πεφυρμένα», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[λερώνω]] («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ραντίζω]], [[βρέχω]], πιτσιλώ (α. «αἵματι δ' [[οἶκος]] ἐφύρθη», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[ὄμμα]] δακρύοις πεφυρμένοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βάφω]] («[[ἱστίον]]... πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>5.</b> [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[σύγχυση]] («φύρουσι δ' αὐτὰ θεοὶ [[πάλιν]] τε καὶ [[πρόσω]] ταραγμὸν ἐντιθέντες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>φύρομαι</i><br />α) ανακατεύομαι με άλλους, [[συναναστρέφομαι]]<br />β) [[κακολογώ]], [[βρίζω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φύρομαι [[περί]] γαστέρος ὁρμήν» — κυλιέμαι στις επιθυμίες της κοιλιάς μου, [[σκέπτομαι]] μόνο τί θα φάω <b>(Οππ.)</b><br />β) «[[φύρω]] ἐν ταῑς ὁμιλίαις» — [[μιλώ]] απρόσεχτα και συγκεχυμένα (Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[φύρω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>-<i>w</i>- «[[αναβράζω]], κινούμαι ορμητικά, έντονα» (<b>βλ. λ.</b> [[φρέαρ]]) και να συνδεθεί με τα: λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]», <i>fermentum</i> «[[ζύμη]], [[ζύμωμα]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>ferment</i> «[[προζύμι]]»), αρχ. αγγλ. <i>beorma</i> «[[προζύμι]]», γερμ. <i>Barme</i> «[[ζύμη]]». Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], το δυσερμήνευτο -<i>ῠ</i>- του ρ. <i>φῡρω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῠρ</i>-<i>jω</i>, με [[επένθεση]] του -<i>j</i>-), το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από την [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας ως -<i>υρ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύλλον]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>bhel</i>-). Η [[σύνδεση]], εξάλλου, του ρ. [[φύρω]] με το αρχ. ινδ. <i>bhurati</i> «ταράζομαι» που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους μελετητές (<b>βλ.</b> και λ. [[πορφύρω]]) δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, όπως [[άλλωστε]] και η [[σύνδεση]] με την ιλλυρικής προέλευσης ονομ. <i>Βούρινα</i>, μιας πηγής στην Κω. Από το ρ [[φύρω]], [[τέλος]], έχει προέλθει με επιτατικό αναδιπλασιασμό ο τ. <i>πορ</i>-[[φύρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>μορ</i>-[[μύρω]]: [[μύρομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύρω:''' [ῡ], παρατ. <i>ἔφῦρον</i>, αόρ. αʹ <i>ἔφυρσα</i>, [[έπειτα]] <i>ἔφῡρα</i> — Παθ., μέλ. <i>πεφύρσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφύρθην</i>· [[έπειτα]] αόρ. βʹ <i>ἐφύρην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] ξηρό με [[κάτι]] [[υγρό]], [[κυρίως]] με την [[έννοια]] της καταστροφής, όπως [[δηλαδή]] [[ρυπαίνω]] ή [[μιαίνω]], <i>δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον</i>, έβρεξαν τα ενδύματά τους με δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με γεν., χείλεα [[φύρσω]] αἵματος, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., <i>δάκρυσι πεφυρμένη</i>, στο ίδ.· αἵματι [[οἶκος]] ἐφύρθη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[ξηρά]] πράγματα, κόνει φύρουσα [[κάρα]], σε Ευρ.· <i>γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν</i>, είναι καταδικασμένος να έχει τα μαλλιά του λερωμένα με [[χώμα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[αναμειγνύω]] μαζί, [[ανακατεύω]], [[μπερδεύω]], ἔφυρον [[εἰκῇ]] πάντα, ανακάτεψαν όλα τα πράγματα μαζί, τα έκαναν άνω [[κάτω]], σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., [[ανακατεύω]], <i>ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους</i>, από συγκεχυμένη και άγρια [[κατάσταση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σε Παθ. επίσης, [[αναμειγνύω]] με άλλους, έχω συναλλαγές με κάποιον, σε Πλάτ.
}}
}}