3,277,048
edits
(14) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἔρανος]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συγκέντρωση]] συνεισφορών σε [[είδος]] ή [[χρήμα]] για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπόσιο]] με [[κοινή]] [[συνεισφορά]] τών συνδαιτημόνων<br /><b>2.</b> [[δείπνο]], [[συμπόσιο]], [[γιορτή]]<br /><b>3.</b> [[ποσό]] για [[υποστήριξη]] κάποιου, φιλικό [[δάνειο]]<br /><b>4.</b> άτοκο [[δάνειο]] που παίρνει [[κάποιος]] από [[συνεισφορά]] και εξοφλεί σε δόσεις<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἔρανοι</i><br />χρέη από έρανο («ἐράνους τε λέλοιπε πλείστους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]] («τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι<br />καὶ γὰρ ἄνδρας [[εἰσφέρω]]» — [[μετέχω]] κι εγώ στον έρανο<br />[[φέρνω]] άντρες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εύνοια]], [[προσφορά]], [[υπηρεσία]] («κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[θρησκευτικός]] ή [[κοινωνικός]] [[σύλλογος]] τα [[μέλη]] του οποίου συνεισέφεραν [[κάθε]] [[μήνα]] χρήματα για κοινές συνεστιάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας<br />προέρχεται δε πιθ. από τ. <i>Fέρανος</i>, συσχετιζόμενη και [[προς]] τους τ. [[έροτις]] και [[εορτή]]]. | |mltxt=ο (AM [[ἔρανος]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συγκέντρωση]] συνεισφορών σε [[είδος]] ή [[χρήμα]] για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπόσιο]] με [[κοινή]] [[συνεισφορά]] τών συνδαιτημόνων<br /><b>2.</b> [[δείπνο]], [[συμπόσιο]], [[γιορτή]]<br /><b>3.</b> [[ποσό]] για [[υποστήριξη]] κάποιου, φιλικό [[δάνειο]]<br /><b>4.</b> άτοκο [[δάνειο]] που παίρνει [[κάποιος]] από [[συνεισφορά]] και εξοφλεί σε δόσεις<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἔρανοι</i><br />χρέη από έρανο («ἐράνους τε λέλοιπε πλείστους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]] («τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι<br />καὶ γὰρ ἄνδρας [[εἰσφέρω]]» — [[μετέχω]] κι εγώ στον έρανο<br />[[φέρνω]] άντρες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εύνοια]], [[προσφορά]], [[υπηρεσία]] («κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> [[θρησκευτικός]] ή [[κοινωνικός]] [[σύλλογος]] τα [[μέλη]] του οποίου συνεισέφεραν [[κάθε]] [[μήνα]] χρήματα για κοινές συνεστιάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας<br />προέρχεται δε πιθ. από τ. <i>Fέρανος</i>, συσχετιζόμενη και [[προς]] τους τ. [[έροτις]] και [[εορτή]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔρᾰνος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεύμα]], [[δείπνο]] στο οποίο ο [[καθένας]] συνεισέφερε το μερίδιό του, Λατ. [[coena]] callaticia, λιτό [[δείπνο]], εξοχικό [[γεύμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> οποιαδήποτε [[εισφορά]], Λατ. [[symbola]], όπως αυτή που ώφειλαν να δώσουν οι Αθηναίοι προς [[συντήρηση]] των φτωχών ή για τις ανάγκες της πόλης, σε Αριστοφ.· <i>ἐράνους λέλοιπε</i>, δεν κατέβαλε τις συνδρομές, άφησε τις συνεισφορές του απλήρωτες, σε Δημ.· <i>ἔρανον φέρειν</i>, [[κυρίως]], [[συμμετέχω]], [[συνεισφέρω]] ελεύθερα, [[αβίαστα]], με την θέλησή μου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ευμένεια]], [[εξυπηρέτηση]], [[υπηρεσία]], [[χάρη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοινότητα]], [[ομάδα]], όμιλος ανθρώπων που συνεισφέρουν σε κοινό [[ταμείο]] για κάποιο σκοπό, [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], σε Δημ. (πιθ. από το [[ἐράω]]). | |||
}} | }} |