Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔρανος

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρᾰνος Medium diacritics: ἔρανος Low diacritics: έρανος Capitals: ΕΡΑΝΟΣ
Transliteration A: éranos Transliteration B: eranos Transliteration C: eranos Beta Code: e)/ranos

English (LSJ)

ὁ,
A potluck, shared meal, meal to which each contributed his share, picnic, εἰλαπίνη ἠὲ γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν Od.1.226, cf. 11.415: metaph., Pl.Smp. 177c.
2 generally, feast, festival, Pi.O.1.38; πολύθυτος ἔρανος Id.P.5.77; wedding-banquet, ib.12.14, Pherecyd.11 J.; ἔρανον εἰς θεοὺς..ἐποίεις E.Hel.388.
II loan raised by contributions for the benefit of an individual, bearing no interest, but recoverable at law, in instalments, παρὰ τῶν φίλων ἔρανον συλλέξαι Antipho 2.2.9, cf. Thphr. Char.22.9; κομισόμενος τὸν ἔρανον recover the loan, Arist.Ph.196b34; ἔρανον εἰσενεγκεῖν τινι Thphr. Char.15.7, Philem.213.14; ἔρανον τινι εἰς τὰ λύτρα εἰσφέρειν D.53.8; ἔρανος εἰς ἐλευθερίαν Id.59.31, cf. GDI2317 (Delph.), al.; ἔρανον ἀναλαμβάνειν BGU 1165.16 (i B. C., with mention of interest); ἔρανος εἰκοσίμνως Lys.Fr.19; πεντακοσιόδραχμος SIG1215.5 (Myconos); διτάλαντον εἶχες ἔρανον [δωρεὰν] παρά τινων D.18.312: in plural, debts thus contracted, Ar.Ach.615 (prob.), Hyp.Ath.9; τοὺς ἐράνους διενεγκεῖν = pay off such debts, Lycurg.22; ἐράνους λέλοιπε he has left repayment-instalments unpaid, D.27.25; ἔρανον συνεφήβοις ἀπενεγκεῖν (cf. infr. III) Luc. DMeretr.7.1.
2 metaph, τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι· καὶ γὰρ ἄνδρας εἰσφέρω (spoken by Lysistrata), Ar.Lys.651; δεῖ τοῖς γονεῦσι τὸν ὡρισμένον ἐξ ἀμφοτέρων ἔρανος καὶ παρὰ τῆς φύσεως καὶ παρὰ τοῦ νόμου δικαίως φέρειν D.10.40, cf. 21.101, Isoc.10.20, Pl.Lg.927c; κάλλιστον ἔρανον [τῇ πόλει] προϊέμενοι Th.2.43, cf. X.Cyr.7.1.12, Ph.2.553, etc.: generally, favour, service, esp. one which brings a return, κάλλιστον ἔρανον, δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται E.Supp.363; ἔρανον ἀντιλαμβάνειν Arist.Pol.1332b40; ἀποδοῦναι Alex.280; ironically, τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι = 'pay him back in his own coin', D.59.8.
III a permanent association apparently religious in character (cf. ἐρανιστής), IG12(1).155.12 (Rhodes, ii B.C.), 22.1369 (Athens, ii A. D.); ἔρανον συνάγειν Μηνὶ Τυράννῳ ib.3.74; καλεῖται ὁ αὐτὸς καὶ ἔρανος καὶ θίασος Ath.8.362e; functioning as a friendly society, Plin.Ep.Trai.92; it could apparently lend to a non-member, ὅρος χωρίων ὑποκειμένων τῷ ἐ. καὶ τῷ ἀρχεράνῳ SIG1198 (Amorgos, iii B. C.), cf. BGU1133-6 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1017] ὁ (ἐράω, Ath. VIII, 362 e ἔρανοί εἰσιν αἱ ἀπὸ τῶν συμβαλλομένων εἰσαγωγαί, ἀπὸ τοῦ συνερᾶν καὶ συμφέρειν ἕκαστον, od. ἔραμαι), – 1) eine Mahlzeit, wozu jeder Teilnehmer seinen Bei-trag gab, Od. 1, 226, wo der Gegensatz ist γάμος u. εἰλαπίνη (vgl. 11, 4141, aus dem hervorgeht, daß es ein einfacheres od. gewöhnliches Mahl mit regelmäßigen Teilnehmern ist. Übh. Schmaus, ἄγειν πολύθυτον ἔρανον Pind. P. 5, 72, vgl. 12, 14; Eur. Hel. 398. – 2) eine Gesellschaft, deren Teilnehmer monatlich einen gewissen Beitrag zahlen u. davon einen Schmaus veranstalten, aber auch andere, bes. politische Zwecke verfolgen, die bes. in allen demokratischen Staaten vorhanden waren, Klub, zuweilen un-seren Gilden und Zünften, zuweilen den Aktiengesellschaften entsprechend; auch Vereine zu gegenseitiger Unterstützung in der Noth, wo der Unterstützte, wenn er in eine bessere Lage kam, verpflichtet war, das, was er vom Vereine erhalten hatte, zurückzuerstatten, vgl. Böckh Staatshh. I S. 264; Meier u. Schömann att. Prozess S. 541 ff. – 3) der Beitrag, den man als Mitglied einer solchen Gesellschaft zu entrichten hat, ἔρανον εἰσφέρειν τινί, seinen Beitrag, bes. zur Unterstützung Jemandes geben, ihm beistehen, Plat. Conv. 177 c; Legg. XI, 027 c; δεῖ γὰρ τοῖς γονεῦσι τὸν ὡρισμένον ἐξ ἀμφοτέρων ἔρανον καὶ παρὰ τῆς φύσεως καὶ παρὰ τοῦ νόμου δικαίως φέρειν Dem. 10, 40; συνεισφέρειν D. Hal. rhet. 2, 1; ἀποφέρειν Luc. D. Meretr. 7, 1; ἔρανον παρὰ τῶν φίλων συλλέξας, einen Unterstützungsbeitrag einsammeln, Antiph. 2 β 9; Dem. 59, 31; wer die bestimmten Beiträge nicht entrichtete, wurde bestraft, vgl. Dem. 25, 21; ἐράνους λέλοιπε πλείστους καὶ ὑπέρχρεως γέγονε 27, 25; ἐξ ἐράνων ὀφλήματα Is. 11, 43; ὑπ' ἐράνου τε καὶ χρεῶν Ar. Ach. 615, wo der Schol. zu vgl.; Lys. 651, wo es auf Beiträge geht, welche die Bürger während der Perserkriege an den Staat entrichteten; ἔρανον αἰτεῖν, eine Unterstützung fordern, Luc. Tim. 45; συνδιαλύεσθαι, für Jem. die Beiträge mit entrichten, Dem. enc. 46. – Übh. Liebesdienst, Gefälligkeit, Eur. Suppl. 375; κάλλιστον ἔρανον τῇ πόλει προΐεσθαι Thuc. 2, 43; εἰς τίνα ποτ' ἂν καλλίονα ἔρανον ἀλλήλους παρακαλέσαιμεν Xen. Cyr. 7, 1, 12; Folgde; νομίζειν ὀφείλειν τοῦτον τὸν ἔρανον ἀνθ' ὧν ἐκεῖνος αὐτῷ συνεκινδύνευσε Isocr. 10, 20; τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναί τινι, die empfangene Wohlthat vergelten, D. Hal. rhet. 6, 5; ironisch, mit gleicher Münze bezahlen, Dem. 59, 8. – Gegenseitige Schuldverpflichtung, Pfandschein, ἐράνους διενεγκεῖν, ein Pfand auslösen, Lycurg. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
repas frugal où chacun apporte sa quote-part, d'où
1 repas par écot;
2 quote-part, contribution volontaire, souscription (pour les indigents, pour les besoins publics), cotisation d'amis pour secourir un des leurs;
3 p. ext. secours, assistance, bon office;
4 association en vue d'un but commun ; particul. association publique, sorte de cercle ou de club.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Russian (Dvoretsky)

ἔρανος:
1 простой товарищеский обед на паях Hom.;
2 пир, пиршество Pind., Eur.: ἔρανον ἀπενεγχεῖν σύν τισι Luc. устроить с кем-л. в складчину пир;
3 пай, вклад, взнос (ἔρανον εἰσφέρειν τινί Plat.): ἐράνους λείπειν Dem. не уплатить своей доли;
4 услуга, одолжение, любезность: κάλλιστον ἔρανον προΐεσθαί τινι Thuc. оказать кому-л. наилучшую услугу;
5 долг (τὸν ἔρανον κομίζεσθαι Arst.): ἀντιλαμβάνειν τὸν ἔρανον перен. Arst. получить должное; τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι ирон. Dem. отплатить той же монетой;
6 группа пайщиков, общество на паях, товарищество (взаимопомощи, религиозное, политическое и др.) Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρᾰνος: ὁ, τὸ διὰ συνεισφορᾶς δεῖπνον, ὅπερ ἐκαλεῖτο καὶ συμβολή, Λατ. cocna collaticia, φαίνεται δὲ ὅτι ἦτο λιτὸν δεῖπνον, διότι τίθεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰλαπίνη, ὅπερ ἐσήμαινε μεγάλην εὐωχίαν, εἰλαπίνη ἦε γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ’ ἐστὶν (ἴδε εἰλαπίνη) Ὀδ. Α. 226 (ἔνθα ἴδε Nilzsch), πρβλ. Λ. 414: παρὰ Πινδ., συμπόσιον, πανήγυρις, ἑορτή, Ο. 1. 59· πολύθυτος ἔρ. ὁ αὐτ. Π. 5. 103· ἔρανον εἰς θεούς… ἐποίεις Εὐρ. Ἑλ. 388· ἔρανον σύν ἐφήβοις ἐπενεγκεῖν Λουκ. Ἐταιρ. Διάλ. 7. 1. 2) πᾶσα συνεισφορά, Λατ. symbola, οἵας οἱ Ἀθηναῖοι ὤφειλον νὰ συνεισφέρωσι πρὸς συντήρησιν τῶν πτωχῶν ἢ διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 615, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 651-3· ἐξ οὗ ὁ Πίνδ. καλεῖ τὴν κεφαλὴν τῆς Μεδούσης, ἥν ὁ Περσεὺς ἔδωκεν εἰς τὸν Πολυδέκτην λυγρὸν ἔρανον, Π. 12. 25· εράνους λέλοιπε, δὲν κατέβαλε τὰς συνεισφοράς, Δημ. 821. 14, πρβλ. Ἰσαῖ. 88. 28· ἀκολούθως, καθόλου, συνεισρορὰ γινομένη ὑπὸ φίλων πρὸς ὑποστήριξιν ἢ βοήθειάν τινος ἐν δυσκολίαις εὑρισκομένου, φιλικὸν δάνειον, ἔρ. εἰσφέρειν τινί Πλάτ. Συμπ. 177C, Νόμ. 927C· συλλέγειν Ἀντιφ. 117. 19· αἰτεῖν Λουκ. Τίμ. 45· ἔρανον φέρειν ἁπλῶς, συνεισφέρειν ἐλευθέρως, Δημ. 142. 1., 547. 10· διτάλαντον εἶχες ἔρανον παρὰ τῶν ἡγεμόνων τῶν συμμοριῶν ὁ αὐτ. 329. 17· τοὺς ἐράνους διαφέρειν, ἀποτίνειν τὰς ὀφειλάς. Λυκοῦργ. 150. 8. 3) εὐμένεια, χάρις, Ἰσοκρ. 212Α· χάρις, ἣν μάλιστα ὁ εὐεργετηθεὶς μέλλει νὰ ἀνταποδώσῃ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται Εὐρ. Ἱκέτ. 363, πρβλ. Θουκ. 2. 43, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 47. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 5· εἰρωνικῶς, τὸν αὐτὸν ἔρ. ἀποδοῦναι, ἀποδοῦναι τὰ ἴσα, Δημ. 1348. 3. ΙΙ. ἐταιρεία ἀνθρώπων συνεισφερόντων εἰς κοινὸν ταμεῖον πρός τινα σκοπόν, «σύλλογος», πρβλ. Δημ. 329. 15· τὰ μέλη τοιούτου συλλόγου ἐκαλοῦντο ἐρανισταί, Συλλ Ἐπιγρ 126, κ. ἀλλ., καὶ ὁ πρόεδρος αὐτῶν ἐκαλεῖτο ἀρχερανιστής, αὐτόθι 2525b. Οἱ σύλλογοι οὗτοι συνήθως ἐλάμβανον πολιτικόν χαρακτῆρα· ἐνίοτε ἀπετέλουν σωματεῖα κατέχοντα περιουσίαν καὶ ἐξήσκουν μεγάλην ἐπίδρασιν εἰς τὰς Ἑλληνικὰς δημοκρατίας· περὶ τῶν διαφόρων ἐράνων ἴδε Casaub. Θεοφρ. Χαρακτ. 15, Böckh P. E. 1. 328, Att. Process σελ. 540 κἑξ. (Πιθανῶς συγγενὴς τῷ ἐράω, ἔραμαι, ἴδε Ἀθήν. 362Ε). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἔρανον· συνεισφορά, δῶρον. εὐωχία, ἢ ἀνὰ μέρος δεῖπνον. ἢ ἐκ συμβολῆς δεῖπνον».

English (Autenrieth)

picnic, Od. 1.226. (Od.)

English (Slater)

ἔρᾰνος contribution to a feast λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε (sc. Περσεύς, whose gift to the marriage feast of Polydektes was the head of the Gorgon) (P. 12.14), and so, the feast itself: ὁπότ' ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον (O. 1.38) πολύθυτον ἔρανον ἔνθεν ἀναδεξάμενοι (P. 5.77)

Greek Monolingual

ο (AM ἔρανος)
μσν.- νεοελλ.
συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό
αρχ.
1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων
2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή
3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο
4. άτοκο δάνειο που παίρνει κάποιος από συνεισφορά και εξοφλεί σε δόσεις
5. πληθ. οἱ ἔρανοι
χρέη από έρανο («ἐράνους τε λέλοιπε πλείστους», Δημοσθ.)
6. βοήθεια («τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι
καὶ γὰρ ἄνδρας εἰσφέρω» — μετέχω κι εγώ στον έρανο
φέρνω άντρες, Αριστοφ.)
7. εύνοια, προσφορά, υπηρεσία («κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι», Θουκ.)
8. θρησκευτικός ή κοινωνικός σύλλογος τα μέλη του οποίου συνεισέφεραν κάθε μήνα χρήματα για κοινές συνεστιάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας
προέρχεται δε πιθ. από τ. Fέρανος, συσχετιζόμενη και προς τους τ. έροτις και εορτή].

Greek Monotonic

ἔρᾰνος: ὁ,
I. 1. γεύμα, δείπνο στο οποίο ο καθένας συνεισέφερε το μερίδιό του, Λατ. coena callaticia, λιτό δείπνο, εξοχικό γεύμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
2. οποιαδήποτε εισφορά, Λατ. symbola, όπως αυτή που ώφειλαν να δώσουν οι Αθηναίοι προς συντήρηση των φτωχών ή για τις ανάγκες της πόλης, σε Αριστοφ.· ἐράνους λέλοιπε, δεν κατέβαλε τις συνδρομές, άφησε τις συνεισφορές του απλήρωτες, σε Δημ.· ἔρανον φέρειν, κυρίως, συμμετέχω, συνεισφέρω ελεύθερα, αβίαστα, με την θέλησή μου, στον ίδ.
3. ευμένεια, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, χάρη, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
II. κοινότητα, ομάδα, όμιλος ανθρώπων που συνεισφέρουν σε κοινό ταμείο για κάποιο σκοπό, σύλλογος, συντεχνία, σε Δημ. (πιθ. από το ἐράω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: meal on joint account, meal of friends (Od., Pi.); loan from friends, society (Att. hell.).
Compounds: comp. ἐραν-άρχης president of an ἔρανος with -έω (Pap. u. a.), also ἀρχ-έρανος = ἀρχ-ερανιστής (Fraenkel Nom. ag. 1, 232; 2, 111) with -ίζω (inscr.).
Derivatives: ἐρανικός regarding an ἔ. and denomin. ἐρανιζω, -ομαι collect contributions (Att. hell.) with ἐράν-ισις (Pl.), -ισμός (D. H.), ἐρανιστής participant or member of an ἔ. (Att. hell.; Fraenkel 1, 173f.), also ἐρανεστής (Achä.) after κηδεστής a. o. (diss. Fraenkel l. c.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Uncertain. Acc. to Brugmann IF 13, 155ff. together with ἔροτις feast (Aeol. etc.) and ἑορτή (s. v.) to ἦρα pleasure, service; s. v. with connections outside Greek. Basic form *Ϝέρα-νος, *Ϝέρο-τις, but their origin is unknow: Pre-Greek?.

Middle Liddell

ἔρᾰνος, ὁ,
I. a meal to which each contributed his share, Lat. coena collaticia, a pic-nic, Od., Eur.
2. any contribution, Lat. symbola, such as Athenians paid to pay for the support of the poor or state necessities, Ar.; ἐράνους λέλοιπε he has left his subscriptions unpaid, Dem.; ἔρανον φέρειν, simply, to contribute freely, Dem.
3. a kindness, service, favour, Eur., Thuc., etc.
II. a society of subscribers to a common fund, a club, Dem. [Perh. from ἐράω.] {{FriskDe |ftr=ἔρανος: {éranos}
Grammar: m.
Meaning: Mahl auf gemeinschaftliche Kosten, Freundesmahl, Schmaus (Od., Pi. u. a.); Beisteuer, Gesellschaftsbeitrag, wohltätige Gesellschaft (att. hell. u. spät.).
Composita: Komp. ἐρανάρχης [[Vorsitzer eines ἔρανος mit -έω (Pap. u. a.), auch ἀρχέρανος = ἀρχερανιστής (Fraenkel Nom. ag. 1, 232; 2, 111) mit -ίζω (Inschr.).
Derivative: Davon ἐρανικός ‘auf einen ἔ. bezüglich’ und das Denominativum ἐρανιζω, -ομαι Beiträge einsammeln, zusammenbetteln (att. hell. u. spät) mit ἐράνισις (Pl.), -ισμός (D. H.), ἐρανιστής ‘Teilnehmer oder Mitglied eines ἔ.’ (att. hell. u. spät; Fraenkel 1, 173f.), auch ἐρανεστής (achä.) nach κηδεστής u. a. (anders Fraenkel a. a. O. nach Schulze).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Brugmann IF 13, 155ff. zusammen mit ἔροτις Fest (äol. usw.) und ἑορτή (s. d.) zu ἦρα Gefallen, Dienste; s. d. mit außergriechischen Anknüpfungen. Grundformen dann *ϝέρανος, *ϝέροτις.
Page 1,547-548 }}

English (Woodhouse)

boon, contribution, favor, favour, gift, service, friendly society, kind act, loan made by friends, political associations

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δεῖπνο μέ συνεισφορά, κάθε συνεισφορά). Ἀρχικά: ϝέρανος.
Παράγωγα: ἐρανίζω, ἐρανικός, ἐράνισις, ἐρανιστέον, ἐρανισμός, ἐρανιστής, συνερανισμός. (Ὁ ἔρανος εἶναι φτωχικό δεῖπνο ἀντίθετα πρός τό εἰλαπίνη = πλούσιο γεῦμα).

Translations

contribution

Afrikaans: bydrae; Arabic: مُسَاهَمَة; Armenian: ներդրում, օժանդակություն, աջակցություն, ավանդ; Belarusian: унёсак, уклад; Bulgarian: принос, участие; Catalan: contribució; Chinese Mandarin: 貢獻, 贡献; Crimean Tatar: isse; Czech: příspěvek; Danish: bidrag; Dutch: bijdrage, contributie; Esperanto: kontribuo; Estonian: panus; Finnish: myötävaikutus; French: contribution; Galician: contribución; Georgian: წვლილი; German: Beitrag; Greek: εισφορά; Ancient Greek: ἀποφορά, ἀποφορή, δόσις, εἰσφορά, ἐπίδομα, ἔρανος, ἐσφορά, μερίς, μετάδοσις, ξυμφορά, σύλλεξις, συμβολή, συμφορά, συμφορή, συνείσδοσις, συνεισφορά, συντέλεσμα, τέλεσμα; Hebrew: תְּרוּמָה; Hindi: योगदान; Hungarian: hozzájárulás; Ido: kontributajo; Indonesian: peran; Italian: contributo; Japanese: 貢献; Korean: 기여(寄與), 공헌(貢獻); Latin: stips; Luxembourgish: Kontributioun; Macedonian: придонес; Malayalam: സംഭാവന; Maori: whakapoha; Navajo: akʼeʼeeshchínígíí; Nepali: योगदान; Norwegian Bokmål: bidrag; Nynorsk: bidrag; Persian: همکاری; Plautdietsch: Beschäarunk, Biedrach; Polish: wkład; Portuguese: contribuição; Romanian: contribuție; Russian: вклад, участие; Scots: contreibution; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏принос, контрибуција; Roman: dȍprinos, kontribúcija; Slovak: príspevok; Slovene: prispevek; Spanish: contribución, aporte, cotización; Swedish: bidrag; Tagalog: ambag, tap-ong; Turkish: katkı, katılım payı; Ukrainian: внесок; Welsh: cyfraniad; Yiddish: בײַשטײַערונג