ἁπαλόχροος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁπαλόχροος]], -ον κ. -χρους, -ουν (Α)<br />αυτός που έχει απαλό τρυφερό [[δέρμα]].
|mltxt=[[ἁπαλόχροος]], -ον κ. -χρους, -ουν (Α)<br />αυτός που έχει απαλό τρυφερό [[δέρμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁπᾰλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-χρουν</i>, με ετερόκλ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ. <i>-χροϊ</i>, αιτ. <i>-χροα</i>· ([[χρώς]])· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό [[δέρμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.
}}
}}