3,276,318
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁπαλόχροος]], -ον κ. -χρους, -ουν (Α)<br />αυτός που έχει απαλό τρυφερό [[δέρμα]]. | |mltxt=[[ἁπαλόχροος]], -ον κ. -χρους, -ουν (Α)<br />αυτός που έχει απαλό τρυφερό [[δέρμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁπᾰλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-χρουν</i>, με ετερόκλ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ. <i>-χροϊ</i>, αιτ. <i>-χροα</i>· ([[χρώς]])· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό [[δέρμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |