3,276,318
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁπᾰλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-χρουν</i>, με ετερόκλ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ. <i>-χροϊ</i>, αιτ. <i>-χροα</i>· ([[χρώς]])· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό [[δέρμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἁπᾰλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-χρουν</i>, με ετερόκλ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ. <i>-χροϊ</i>, αιτ. <i>-χροα</i>· ([[χρώς]])· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό [[δέρμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁπᾰλόχροος:''' стяж. ἁπαλόχρους 2 с мягкой или нежной кожей ([[παρθενική]] HH, Hes., Plut.; [[παλάμη]] Anacr.; [[γένυς]] Eur.; [[παῖς]] Anth.). | |||
}} | }} |