ἄοπλος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄοπλος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει όπλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν [[είναι]] [[βαριά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> «[[ἅρμα]] ἄοπλον» — [[άρμα]] [[χωρίς]] δρέπανα<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]])<br />εκείνο που δεν [[είναι]] εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄοπλος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει όπλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν [[είναι]] [[βαριά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> «[[ἅρμα]] ἄοπλον» — [[άρμα]] [[χωρίς]] δρέπανα<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]])<br />εκείνο που δεν [[είναι]] εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄοπλος:''' -ον, αυτός που δεν φέρει ασπίδες (<i>ὅπλα</i>), που δεν φέρει [[βαρύ]] οπλισμό, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, αυτός που δεν φέρει όπλα, πολεμικό εξοπλισμό, σε Πλάτ.· [[ἅρμα]] ἄοπλον, το πολεμικό [[άρμα]] που δεν φέρει δρέπανα, σε Ξεν.
}}
}}