3,277,649
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄοπλος:''' -ον, αυτός που δεν φέρει ασπίδες (<i>ὅπλα</i>), που δεν φέρει [[βαρύ]] οπλισμό, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, αυτός που δεν φέρει όπλα, πολεμικό εξοπλισμό, σε Πλάτ.· [[ἅρμα]] ἄοπλον, το πολεμικό [[άρμα]] που δεν φέρει δρέπανα, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἄοπλος:''' -ον, αυτός που δεν φέρει ασπίδες (<i>ὅπλα</i>), που δεν φέρει [[βαρύ]] οπλισμό, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, αυτός που δεν φέρει όπλα, πολεμικό εξοπλισμό, σε Πλάτ.· [[ἅρμα]] ἄοπλον, το πολεμικό [[άρμα]] που δεν φέρει δρέπανα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄοπλος:''' <b class="num">1)</b> невооруженный, преимущ. не имеющий щита или брони (ἄοπλοι καὶ ὡπλισμένοι Thuc.; ψιλοὶ καὶ ἄοπλοι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> незащищенный, беззащитный ([[ἄνθρωπος]] γυμνὸς καὶ ἄ. Plat.; τὰ ἄοπλα τοῦ σώματος Xen.);<br /><b class="num">3)</b> не снабженный боевыми серпами ([[ἄρμα]] Xen.). - см. тж. [[ἄνοπλος]]. | |||
}} | }} |