συνεκπονέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider à accomplir <i>ou</i> à supporter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπονέω]].
|btext=-ῶ :<br />aider à accomplir <i>ou</i> à supporter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπονέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Ευρ.· [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ή το [[αποτέλεσμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αιτ., [[συνεκπονέω]] τινί, [[βοηθώ]] κάποιον στον ύψιστο βαθμό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[υποστήριξη]], συνεκπονοῦσα [[κῶλον]], στον ίδ.
}}
}}