συνεκπονέω
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
A help in working out, τῷ θανόντι χάριτα E.Hel.1378; help in achieving or effecting, φυγάς Id.IT1063; τάδε Id.Hel.1406.
2 without acc., σ. τινί join in labour with, assist to the utmost, Id.Ion 850, Fr.136; συνεκπονοῦσα κῶλον perhaps sharing the leg-work, i.e. helping me to walk, Id.Ion 740.
German (Pape)
[Seite 1013] zugleich mit Einem ausarbeiten, τινί, Eur. Ion 850; τῷ θανόντι χάριτα συνεκπονῶν, Hel. 1394; Einem in der Arbeit helfen, Plut. reip. ger. praec. 13, bis ans Ende mit Einem ausharren.
French (Bailly abrégé)
συνεκπονῶ :
aider à accomplir ou à supporter, acc..
Étymologie: σύν, ἐκπονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκπονέω helpen tot stand te brengen of te realiseren, met acc. iets:; ὡς τῷ θανόντι χάριτα δὴ συνεκπονῶν alsof hij helpt eer te bewijzen aan de gestorvene Eur. Hel. 1378; met dat. (iem.) helpen (om iets uit te voeren).
Russian (Dvoretsky)
συνεκπονέω:
1 вместе совершать, воздавать (χάριτα τῷ θανόντι Eur.);
2 помогать осуществить (φυγάς τινι Eur.): σ. τινι Eur. быть (действовать) заодно с кем-л.;
3 помогать, поддерживать: τοῦ γήρως τινὶ σ. κῶλον Eur. помогать чьей-л. старческой поступи, т. е. помогать старику идти.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπονέω: συνδιενεργῶ, συνεκτελῶ, ὡς τῷ θανόντι χάριτα δεῖ συνεκπονεῖν Εὐρ. Ἑλ. 1378· συνεργῶ, συμπράττω εἴς τι, φυγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1063· τάδε ἐν Ἑλ. 1406. 2) ἄνευ αἰτ., σ. τινι, συνεργῶ προθύμως, βοηθῶ τινα τὰ μέγιστα, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 850, ἐν Ἀποσπ. 132. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ὑποστήριξην, ὁμοῦ ὑποστηρίζω, συνεκπονοῦσα κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 740.
Greek Monotonic
συνεκπονέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. συμβάλλω στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Ευρ.· συντελώ στην επίτευξη ή το αποτέλεσμα, στον ίδ.
2. χωρίς αιτ., συνεκπονέω τινί, βοηθώ κάποιον στον ύψιστο βαθμό, στον ίδ.
II. συμβάλλω στην υποστήριξη, συνεκπονοῦσα κῶλον, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to help in working out, Eur.: to help in achieving or effecting, Eur.
2. without acc., ς. τινί to assist to the utmost, Eur.
II. to assist in supporting, συνεκπονοῦσα κῶλον Eur.