ἀποπίμπλημι: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀποπί(μ)πλημι κ. -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[επαληθεύω]], [[εκπληρώνω]]<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]]<br /><b>4.</b> [[ικανοποιώ]] κάποιον που ζητά [[κάτι]].
|mltxt=ἀποπί(μ)πλημι κ. -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[επαληθεύω]], [[εκπληρώνω]]<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]]<br /><b>4.</b> [[ικανοποιώ]] κάποιον που ζητά [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπίμπλημι:''' ποιητ. -[[πίμπλημι]], μέλ. <i>-πλήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συμπληρώνω]] έναν αριθμό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ικανοποιώ]], [[εκπληρώνω]], [[επαληθεύω]], <i>χρησμόν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανοποιώ]], καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], <i>θυμόν</i>, <i>ἐπιθυμίαν</i>, στον ίδ., Πλάτ.
}}
}}