3,273,036
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀπάτη]])<br /><b>1.</b> το να μεταχειρίζεται [[κανείς]] για δική του [[ωφέλεια]] [[ψεύδος]] ή δόλο βλάπτοντας τους άλλους, [[ξεγέλασμα]], [[δολοπλοκία]]<br /><b>2.</b> [[δολιότητα]], [[πανουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να απατάται [[κάποιος]], να κάνει [[λάθος]] («[[οπτική]] [[απάτη]]»)<br /><b>2.</b> [[έγκλημα]] που στρέφεται [[κατά]] περιουσιακών δικαιωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να περνά [[κανείς]] ευχάριστα τον καιρό του, η [[διασκέδαση]]<br /><b>2.</b> <b>προσωποπ.</b> η Απάτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Από τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο [[συσχετισμός]] της λ. με το [[ηπεροπεύς]] «απατεών, [[δόλιος]]» [[είναι]] και μορφολογικά [[δυνατός]] και σημασιολογικά [[αντίστοιχος]]. Ο [[τύπος]] αυτός οδηγεί σε [[θέμα]] σε ρ, ν (<i>άπαρ</i>, <i>άπνος</i>), το οποίο ανάγεται σε αρχικό τ. <i>απ</i> -<i>ν</i> -<i>τά</i>. Η [[σύνδεση]] με <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πατέω]], [[πόντος]] «[[τόπος]] [[χωρίς]] δρόμο, [[πλάνη]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο [[χωρισμός]] της λ. ως <i>απ</i>-<i>άτη</i> δεν δικαιολογεί την [[ταύτιση]] του β' συνθ. με τον τ. <i>άτη</i>, λόγω της μακρότητας του <i>α</i>- της λ. <i>άτη</i>. Οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. [[απάτη]] με το [[ιάπτω]], [[ίπτομαι]], αρχ. ινδ. <i>aka</i>- «[[οίκτος]], [[πόνος]]», δεν θεωρούνται βάσιμοι. Ευρύτατη [[είναι]] η [[χρήση]] της στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με κύρια [[σημασία]] «[[πλάνη]]» και σπανιότερα «[[δόλος]], [[τέχνασμα]]». Προσωποποιημένη απαντά στον Ησίοδο, ενώ από την ελληνιστική έννοιά της «[[ονειροπόλημα]]» προήλθε η [[σημασία]] «[[διασκέδαση]], [[ευχαρίστηση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απατεώνας]] (-εών), [[απατηλός]], [[απατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απατεύω]], [[απατήλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εξαπάτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυταπάτη]], <i>μικροαπάτη</i>, [[ναυταπάτη]] [[οφθαλμαπάτη]]]. | |mltxt=η (AM [[ἀπάτη]])<br /><b>1.</b> το να μεταχειρίζεται [[κανείς]] για δική του [[ωφέλεια]] [[ψεύδος]] ή δόλο βλάπτοντας τους άλλους, [[ξεγέλασμα]], [[δολοπλοκία]]<br /><b>2.</b> [[δολιότητα]], [[πανουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να απατάται [[κάποιος]], να κάνει [[λάθος]] («[[οπτική]] [[απάτη]]»)<br /><b>2.</b> [[έγκλημα]] που στρέφεται [[κατά]] περιουσιακών δικαιωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να περνά [[κανείς]] ευχάριστα τον καιρό του, η [[διασκέδαση]]<br /><b>2.</b> <b>προσωποπ.</b> η Απάτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Από τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο [[συσχετισμός]] της λ. με το [[ηπεροπεύς]] «απατεών, [[δόλιος]]» [[είναι]] και μορφολογικά [[δυνατός]] και σημασιολογικά [[αντίστοιχος]]. Ο [[τύπος]] αυτός οδηγεί σε [[θέμα]] σε ρ, ν (<i>άπαρ</i>, <i>άπνος</i>), το οποίο ανάγεται σε αρχικό τ. <i>απ</i> -<i>ν</i> -<i>τά</i>. Η [[σύνδεση]] με <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πατέω]], [[πόντος]] «[[τόπος]] [[χωρίς]] δρόμο, [[πλάνη]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο [[χωρισμός]] της λ. ως <i>απ</i>-<i>άτη</i> δεν δικαιολογεί την [[ταύτιση]] του β' συνθ. με τον τ. <i>άτη</i>, λόγω της μακρότητας του <i>α</i>- της λ. <i>άτη</i>. Οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. [[απάτη]] με το [[ιάπτω]], [[ίπτομαι]], αρχ. ινδ. <i>aka</i>- «[[οίκτος]], [[πόνος]]», δεν θεωρούνται βάσιμοι. Ευρύτατη [[είναι]] η [[χρήση]] της στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με κύρια [[σημασία]] «[[πλάνη]]» και σπανιότερα «[[δόλος]], [[τέχνασμα]]». Προσωποποιημένη απαντά στον Ησίοδο, ενώ από την ελληνιστική έννοιά της «[[ονειροπόλημα]]» προήλθε η [[σημασία]] «[[διασκέδαση]], [[ευχαρίστηση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απατεώνας]] (-εών), [[απατηλός]], [[απατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απατεύω]], [[απατήλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εξαπάτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυταπάτη]], <i>μικροαπάτη</i>, [[ναυταπάτη]] [[οφθαλμαπάτη]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπάτη:''' [ᾰπᾰ], ἡ (πιθ. από <i>ἅπ-τομαι</i>, πρβλ. [[ἀπαφίσκω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[εξαπάτηση]], [[τέχνασμα]], [[αγυρτεία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[στρατήγημα]], στρατηγικό [[τέχνασμα]] στον πόλεμο, σε Θουκ.· στον πληθ., δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[δολιότητα]], [[παραπλάνηση]], [[εξαπάτηση]], [[δολοπλοκία]], σε Ηρόδ., Αττ. | |||
}} | }} |