Anonymous

ἀπάτη: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάτη:''' [ᾰπᾰ], ἡ (πιθ. από <i>ἅπ-τομαι</i>, πρβλ. [[ἀπαφίσκω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[εξαπάτηση]], [[τέχνασμα]], [[αγυρτεία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[στρατήγημα]], στρατηγικό [[τέχνασμα]] στον πόλεμο, σε Θουκ.· στον πληθ., δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[δολιότητα]], [[παραπλάνηση]], [[εξαπάτηση]], [[δολοπλοκία]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''ἀπάτη:''' [ᾰπᾰ], ἡ (πιθ. από <i>ἅπ-τομαι</i>, πρβλ. [[ἀπαφίσκω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[εξαπάτηση]], [[τέχνασμα]], [[αγυρτεία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[στρατήγημα]], στρατηγικό [[τέχνασμα]] στον πόλεμο, σε Θουκ.· στον πληθ., δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[δολιότητα]], [[παραπλάνηση]], [[εξαπάτηση]], [[δολοπλοκία]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπάτη:''' дор. [[ἀπάτα]] (ᾰπᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> обман, ложь Hom., Hes., Her., Thuc., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. хитрый замысел, хитрость Hom., Thuc., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> несбывшаяся надежда, разочарование (ἀ. ἐρώτων Soph.): ἀπάται λεχέων Soph. обманутая надежда на брак;<br /><b class="num">4)</b> времяпрепровождение, развлечение (ἀ. τῶν θεωμένων Polyb.).
}}
}}