ἀπόλλυμι: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόλλυμι]] κ. -ύω κ. [[ἀπόλλω]] (AM) [[όλλυμι]]<br />Ι. 1. [[καταστρέφω]], [[αχρηστεύω]], [[ερημώνω]]<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]] [[μέχρι]] θανάτου, [[οδηγώ]] κάποιον σε αδιέξοδο με τα [[λόγια]] μου<br /><b>4.</b> [[διαφθείρω]] ([[γυναίκα]])<br /><b>5.</b> [[χάνω]]<br />II. (-μαι)<br /><b>1.</b> αφανίζομαι, καταστρέφομαι<br /><b>2.</b> [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι, [[εκλείπω]]<br /><b>3.</b> [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (το ουδ. μτχ. πρκμ.) «τὸ ἀπολωλὸς [[πρόβατον]]» <br />α) το χαμένο [[πρόβατο]] του Ευαγγελίου (Λουκ. 15.5)<br />β) ο [[άνθρωπος]] που έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.
|mltxt=[[ἀπόλλυμι]] κ. -ύω κ. [[ἀπόλλω]] (AM) [[όλλυμι]]<br />Ι. 1. [[καταστρέφω]], [[αχρηστεύω]], [[ερημώνω]]<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]] [[μέχρι]] θανάτου, [[οδηγώ]] κάποιον σε αδιέξοδο με τα [[λόγια]] μου<br /><b>4.</b> [[διαφθείρω]] ([[γυναίκα]])<br /><b>5.</b> [[χάνω]]<br />II. (-μαι)<br /><b>1.</b> αφανίζομαι, καταστρέφομαι<br /><b>2.</b> [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι, [[εκλείπω]]<br /><b>3.</b> [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (το ουδ. μτχ. πρκμ.) «τὸ ἀπολωλὸς [[πρόβατον]]» <br />α) το χαμένο [[πρόβατο]] του Ευαγγελίου (Λουκ. 15.5)<br />β) ο [[άνθρωπος]] που έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλλῡμι:''' ή -ύω, παρατ. <i>ἀπώλλυν</i> ή <i>ἀπώλλυον</i>, μέλ. [[ἀπολέσω]], Επικ. <i>ἀπολέσσω</i>· Αττ. <i>ἀπολῶ</i>, Ιων. <i>ἀπολέω</i>· αόρ. αʹ [[ἀπώλεσα]], Επικ. [[ἀπόλεσσα]]· παρακ. <i>ἀπολώλεκα</i>· επιτεταμ. [[τύπος]] του [[ὄλλυμι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[αφανίζω]] ολοσχερώς, [[φονεύω]], [[σκοτώνω]], [[σφάζω]]· λέγεται για πράγματα, [[καταστρέφω]], [[ερειπώνω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· με περιληπτική [[σημασία]], <i>γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε</i>, με εξεδίωξε κατεστραμμένο από την [[πατρίδα]] μου, σε Ευρ.· <i>λόγοις ἀπόλλυμί τινα</i>, σε Σοφ., [[φλυαρώ]] και [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ανία]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χάνω ολοκληρωτικά, <i>[[πατέρα]]</i>, νόστιμον [[ἦμαρ]], σε Όμηρ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>ἀπόλλῠμαι</i>, μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ολέομαι</i>, με μτχ. <i>ἀπολεύμενος</i>· αόρ. βʹ <i>-ωλόμην</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i>, υπερσ. <i>ἀπολώλειν</i>·<br /><b class="num">I.</b> αφανίζομαι ολοσχερώς, [[πεθαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν [[μόρον]], <i>αἰπὺν ὄλεθρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· <i>ἀπόλωλας</i>, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως [[κατάρα]], <i>κάκιστ' ἀπολοίμην</i>, στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. <i>ὦ κάκιστε ἀπολούμενε</i>, που [[κακό]] [[τέλος]] να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χάνομαι]], [[ξεγλιστρώ]], εξαφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[άφαντος]], λέγεται για το [[νερό]] που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}