3,277,286
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόλλῡμι:''' ή -ύω, παρατ. <i>ἀπώλλυν</i> ή <i>ἀπώλλυον</i>, μέλ. [[ἀπολέσω]], Επικ. <i>ἀπολέσσω</i>· Αττ. <i>ἀπολῶ</i>, Ιων. <i>ἀπολέω</i>· αόρ. αʹ [[ἀπώλεσα]], Επικ. [[ἀπόλεσσα]]· παρακ. <i>ἀπολώλεκα</i>· επιτεταμ. [[τύπος]] του [[ὄλλυμι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[αφανίζω]] ολοσχερώς, [[φονεύω]], [[σκοτώνω]], [[σφάζω]]· λέγεται για πράγματα, [[καταστρέφω]], [[ερειπώνω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· με περιληπτική [[σημασία]], <i>γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε</i>, με εξεδίωξε κατεστραμμένο από την [[πατρίδα]] μου, σε Ευρ.· <i>λόγοις ἀπόλλυμί τινα</i>, σε Σοφ., [[φλυαρώ]] και [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ανία]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χάνω ολοκληρωτικά, <i>[[πατέρα]]</i>, νόστιμον [[ἦμαρ]], σε Όμηρ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>ἀπόλλῠμαι</i>, μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ολέομαι</i>, με μτχ. <i>ἀπολεύμενος</i>· αόρ. βʹ <i>-ωλόμην</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i>, υπερσ. <i>ἀπολώλειν</i>·<br /><b class="num">I.</b> αφανίζομαι ολοσχερώς, [[πεθαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν [[μόρον]], <i>αἰπὺν ὄλεθρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· <i>ἀπόλωλας</i>, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως [[κατάρα]], <i>κάκιστ' ἀπολοίμην</i>, στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. <i>ὦ κάκιστε ἀπολούμενε</i>, που [[κακό]] [[τέλος]] να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χάνομαι]], [[ξεγλιστρώ]], εξαφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[άφαντος]], λέγεται για το [[νερό]] που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀπόλλῡμι:''' ή -ύω, παρατ. <i>ἀπώλλυν</i> ή <i>ἀπώλλυον</i>, μέλ. [[ἀπολέσω]], Επικ. <i>ἀπολέσσω</i>· Αττ. <i>ἀπολῶ</i>, Ιων. <i>ἀπολέω</i>· αόρ. αʹ [[ἀπώλεσα]], Επικ. [[ἀπόλεσσα]]· παρακ. <i>ἀπολώλεκα</i>· επιτεταμ. [[τύπος]] του [[ὄλλυμι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[αφανίζω]] ολοσχερώς, [[φονεύω]], [[σκοτώνω]], [[σφάζω]]· λέγεται για πράγματα, [[καταστρέφω]], [[ερειπώνω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· με περιληπτική [[σημασία]], <i>γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε</i>, με εξεδίωξε κατεστραμμένο από την [[πατρίδα]] μου, σε Ευρ.· <i>λόγοις ἀπόλλυμί τινα</i>, σε Σοφ., [[φλυαρώ]] και [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ανία]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χάνω ολοκληρωτικά, <i>[[πατέρα]]</i>, νόστιμον [[ἦμαρ]], σε Όμηρ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>ἀπόλλῠμαι</i>, μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ολέομαι</i>, με μτχ. <i>ἀπολεύμενος</i>· αόρ. βʹ <i>-ωλόμην</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i>, υπερσ. <i>ἀπολώλειν</i>·<br /><b class="num">I.</b> αφανίζομαι ολοσχερώς, [[πεθαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν [[μόρον]], <i>αἰπὺν ὄλεθρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· <i>ἀπόλωλας</i>, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως [[κατάρα]], <i>κάκιστ' ἀπολοίμην</i>, στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. <i>ὦ κάκιστε ἀπολούμενε</i>, που [[κακό]] [[τέλος]] να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χάνομαι]], [[ξεγλιστρώ]], εξαφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[άφαντος]], λέγεται για το [[νερό]] που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόλλῡμι:''' (pf. 1 ἀπολώλεκα)<br /><b class="num">1)</b> губить, уничтожать (πόλιν Hom., Plut.; λαὸν Ἀχαιῶν Hom.): ἀπολεῖς με Arph. ты уморишь меня; οἱ ἀπολλύντες Soph. убийцы;<br /><b class="num">2)</b> терять, утрачивать (τινά Hom.; τὴν ἀρχὴν [[ὑπό]] τινος Xen.; ἔχειν τι καὶ μὴ ἀπολωλεκέναι Plat.; τὸν [[καιρόν]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. (с pf. 2 [[ἀπόλωλα]] и ppf. ἀπολώλειν) гибнуть, погибать, тж. пропадать (λυγρῷ ὀλέθρῳ Hom.; [[ὑπό]] τινος Her.): [[ὕδωρ]] ἀπολέσκετ᾽ ἀναβροχέν Hom. вода, впитавшись, пропадала; [[ἀπόλωλα]] τὠφθαλμὼ δακρύων Arph. я выплакал все глаза; [[βαρέως]] ἤνεγκεν τοῦ μὲν ἀπολωλότος, τοῦ δὲ ἀπολλυμένου Plut. он был потрясен гибелью одного и смертельной опасностью для другого; ὁ ἀπολοῦμενος Arph., Luc. пропащий человек, отъявленный негодяй. | |||
}} | }} |