ἀνύω: Difference between revisions

3,101 bytes added ,  30 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνύω]] κ. [[ἀνύτω]] ή ἁνύτω κ. [[ἄνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[φέρνω]] σ' ένα [[τέλος]], [[επιτελώ]] («ἤνυτο δ' [[ἔργον]]», [[Όμηρος]]<br />«οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]] [[κάτι]], [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] που με συμφέρει<br /><b>3.</b> [[τελειώνω]], [[καταναλίσκω]], [[εξαφανίζω]] («[[ἐπεὶ]] δή σε φλὸξ ἤνυσεν» — [[αφού]] σ' εξαφάνισε η [[φωτιά]], [[Όμηρος]])<br /><b>4.</b> [[διανύω]], [[διατρέχω]] («πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν» — έκανε πολύ δρόμο, διέτρεξε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], Αισχύλος)<br /><b>5.</b> [[προμηθεύομαι]]<br />(«[[ἀνύω]] γαστρὶ φορβάν» — [[προμηθεύομαι]] τρόφιμα, [[εξασφαλίζω]] την [[τροφή]] μου, Σοφοκλής)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]]<br />(«[[χρόνος]] ἄνυτο», Θεόκριτος)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[μεγαλώνω]], αυξάνομαι<br /><b>8.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[γρήγορα]], [[χωρίς]] [[αργοπορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>sn</i>-<i>nu</i>, ΙΕ. [[ρίζα]] <i>sen</i> -. Ο [[αθέματος]] [[ενεστώς]] <i>άνυμι</i>, του οποίου οι τύποι [[είναι]] σπάνιοι, συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sanoti</i> «[[κατορθώνω]], [[επιτυγχάνω]]» και με το χεττ. <i>šah</i>-<i>zi</i> «ψάχνει, επιδιώκει». Ο αττ. ενεστ. [[ἀνύτω]] ή <i>ἁνύτω</i> προήλθε από οδοντική [[παρέκταση]]. Με το ρ. [[ανύω]] σχετίζεται και το β' συνθετικό <i>έντης</i> «αυτός που αποτελειώνει, που πραγματοποιεί [[κάτι]]» της λ. [[αυθέντης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άνυσις]], [[ανυστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθ.) <b>αρχ.</b> <i>ανυσίεργος</i><br />(β' συνθ.) [[διανύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απανύω]], [[διεξανύω]], [[εξανύω]], [[επανύω]], [[καθανύω]], [[προδιανύω]], [[συνανύω]], [[συνεξανύω]].
|mltxt=[[ἀνύω]] κ. [[ἀνύτω]] ή ἁνύτω κ. [[ἄνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[φέρνω]] σ' ένα [[τέλος]], [[επιτελώ]] («ἤνυτο δ' [[ἔργον]]», [[Όμηρος]]<br />«οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]] [[κάτι]], [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] που με συμφέρει<br /><b>3.</b> [[τελειώνω]], [[καταναλίσκω]], [[εξαφανίζω]] («[[ἐπεὶ]] δή σε φλὸξ ἤνυσεν» — [[αφού]] σ' εξαφάνισε η [[φωτιά]], [[Όμηρος]])<br /><b>4.</b> [[διανύω]], [[διατρέχω]] («πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν» — έκανε πολύ δρόμο, διέτρεξε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], Αισχύλος)<br /><b>5.</b> [[προμηθεύομαι]]<br />(«[[ἀνύω]] γαστρὶ φορβάν» — [[προμηθεύομαι]] τρόφιμα, [[εξασφαλίζω]] την [[τροφή]] μου, Σοφοκλής)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]]<br />(«[[χρόνος]] ἄνυτο», Θεόκριτος)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[μεγαλώνω]], αυξάνομαι<br /><b>8.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[γρήγορα]], [[χωρίς]] [[αργοπορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>sn</i>-<i>nu</i>, ΙΕ. [[ρίζα]] <i>sen</i> -. Ο [[αθέματος]] [[ενεστώς]] <i>άνυμι</i>, του οποίου οι τύποι [[είναι]] σπάνιοι, συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sanoti</i> «[[κατορθώνω]], [[επιτυγχάνω]]» και με το χεττ. <i>šah</i>-<i>zi</i> «ψάχνει, επιδιώκει». Ο αττ. ενεστ. [[ἀνύτω]] ή <i>ἁνύτω</i> προήλθε από οδοντική [[παρέκταση]]. Με το ρ. [[ανύω]] σχετίζεται και το β' συνθετικό <i>έντης</i> «αυτός που αποτελειώνει, που πραγματοποιεί [[κάτι]]» της λ. [[αυθέντης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άνυσις]], [[ανυστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθ.) <b>αρχ.</b> <i>ανυσίεργος</i><br />(β' συνθ.) [[διανύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απανύω]], [[διεξανύω]], [[εξανύω]], [[επανύω]], [[καθανύω]], [[προδιανύω]], [[συνανύω]], [[συνεξανύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνύω:''' Αττ. [[ἀνύτω]] ή [[ἁνύτω]]· παρατ. <i>ἤνυον</i>, μέλ. ἀνύσω [ᾰνῠ-]· αόρ. αʹ <i>ἤνυσα</i>, Επικ. <i>ἄνυσσα</i>· παρακ. <i>ἤνῠκα</i> — Παθ., παρακ. <i>ἤνυσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠνήσθην</i> (από το [[ρήμα]] [[ἄνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επηρεάζω]], [[κατορθώνω]], [[επιτυγχάνω]], [[ολοκληρώνω]], Λατ. conficere, με αιτ. πράγμ., σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., <i>οὐδὲν ἤνυε</i>, δεν έκανε [[καλά]], σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., πραγματοποίησε, έφερε τα πράγματα ώστε να..., σε Σοφ. — Μέσ., [[επιτυγχάνω]] για το όφελος κάποιου, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιφέρω]] [[τέλος]], [[καταστρέφω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ολοκληρώνω]] [[ταξίδι]], ὅσσον [[νηῦς]] ἤνυσεν, τόσο όσο μπορεί ένα [[πλοίο]] να κάνει, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἀν. θαλάσσης [[ὕδωρ]], φθάνει ως το θαλασσινό [[νερό]], στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ. στην Αττ., [[καταφθάνω]], <i>πρὸς πόλιν</i>, σε Σοφ.· <i>ἐπὶ ἀκτάν</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[θάλαμον]] ἀνύτειν, φθάνει στη νυφική [[κάμαρα]], σε Σοφ.· με απαρ., <i>ἤνυσεπερᾶν</i>, κατόρθωσε να περάσει, σε Αισχύλ.· και με επίθ. το [[εἶναι]]παραλείπεται, [[εὐδαίμων]] ἀνύσει, θα γίνει [[ευτυχισμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> Παθ., λέγεται για το χρόνο, [[καταλήγω]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ. επίσης λέγεται για πρόσωπα, [[μεγαλώνω]], αναπτύσσομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">7.</b> [[λαμβάνω]], [[προμηθεύομαι]], <i>φορβάν</i>, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με μτχ., οὐκ [[ἀνύω]] φθονέουσα, δεν [[κερδίζω]] [[τίποτα]] από φθόνο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> κάνω [[γρήγορα]], [[επισπεύδω]], σε Αριστοφ.· [[έπειτα]] όπως το [[φθάνω]], <i>ἄνυε πράττων</i>, κάνε [[γρήγορα]] γι' αυτό, στον ίδ.· <i>ἄνυσον ὑποδησάμενος</i>, κάνε [[γρήγορα]] και [[βάλε]] τα υποδήματά [[σου]], στον ίδ.· επίσης <i>ἀνύσας</i> με προστ., <i>ἄνοιγ' ἄνοιγ' ἀνύσας</i>, βιάσου και άνοιξε την πόρτα, στον ίδ.· <i>ἀνύσας τρέχε</i>, <i>λέγ' ἀνύσας</i>, στον ίδ. κ.λπ.
}}
}}