ἀπροαίρετος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροαίρετος]], -ον)<br />[[ακούσιος]], [[αθέλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει τη [[δύναμη]] να επιλέξει το σωστό.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροαίρετος]], -ον)<br />[[ακούσιος]], [[αθέλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει τη [[δύναμη]] να επιλέξει το σωστό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπροαίρετος:''' -ον, αυτός που δεν έχει προκαθορισμένο σκοπό, όχι εσκεμμένος, [[χωρίς]] [[πρόθεση]], λέγεται για πράξεις, σε Αριστ.
}}
}}