ἀπροαίρετος

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροαίρετος Medium diacritics: ἀπροαίρετος Low diacritics: απροαίρετος Capitals: ΑΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: aproaíretos Transliteration B: aproairetos Transliteration C: aproairetos Beta Code: a)proai/retos

English (LSJ)

ἀπροαίρετον,
A without set purpose, not deliberate, of actions, Arist.EN1135b10, Arr.Epict.2.16.1, Plot.1.2.5, etc. Adv. ἀπροαιρέτως Hp.Prog.2, Arist.EN1106a3, Phld. Ir.p.93 W., etc.
2 of things, incapable of choice or purpose, Hermog. Id.2.4; not under the control of will, Phld.D.3Fr.75, M.Ant.6.41,al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1involuntario, no hecho a propósito de acciones, Arist.EN 1135b10
instintivo (ἐνέργεια) τῆς κύστεως Gal.8.9.
2 subst. de cosas τὸ ἀπροαίρετον lo que no está bajo el control de la voluntad, lo imprevisto Hermog.Id.2.4 (p.333), cf. Phld.D.3 fr.75, M.Ant.6.41
de la pers. humana albedrío Arr.Epict.2.16.1
impulso espontáneo ἄλλου εἶναι τὸ ἀπροαίρετον Plot.1.2.5, cf. Porph.Sent.32, Marin.Procl.20.
II adv. -ως involuntariamente, sin lugar a elección φοβεῖσθαι ἀ. Arist.EN 1106a3, τοῖς ἀ. τι παρασκευάζουσι Phld.Ir.46.33, γίγνεσθαι ἀ. Placit.5.29.1.

German (Pape)

[Seite 338] unvorsätzlich, unüberlegt; Arist. Eth. 5, 8 stellt es mit dem Folgdn zusammen; was außer des Menschen Willen, nicht in seiner Macht liegt, Epict.; Plut.; – adv., Arist. eth. 2, 5; D. L. 2, 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait sans choix préalable, non délibéré.
Étymologie: , προαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροαίρετος: непреднамеренный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροαίρετος: -ον, ὁ ἄνευ ὡρισμένου σκοποῦ, ὁ μὴ ἐσκεμμένος, ὁ μὴ βεβουλευμένος, ἐπὶ πράξεων, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροαίρετος, -ον)
ακούσιος, αθέλητος
αρχ.
αυτός που δεν έχει τη δύναμη να επιλέξει το σωστό.

Greek Monotonic

ἀπροαίρετος: -ον, αυτός που δεν έχει προκαθορισμένο σκοπό, όχι εσκεμμένος, χωρίς πρόθεση, λέγεται για πράξεις, σε Αριστ.

Middle Liddell

without set purpose, not deliberate, of actions, Arist.