3,277,301
edits
(6) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρήγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον σε πόλεμο<br /><b>3.</b> [[συντελώ]] στη [[θεραπεία]] ασθένειας κάποιου<br /><b>4.</b> [[εμποδίζω]], [[προλαβαίνω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[γλυτώνω]], κάποιον από κίνδυνο<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἀρήγει</i><br />[[είναι]] καλό, [[πρέπει]], αρμόζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τα (αρχ. άνω γερμ.) <i>geruohhen</i>, (αρχ. σαξον. <i>r</i><i>ō</i><i>kjan</i>, (αρχ. νορβηγ.) <i>rokja</i> «[[φροντίζω]]» κ.λπ., ενώ δεν φαίνεται πιθ. η [[σχέση]] της με το <b>λατ.</b> <i>rego</i> «[[ανορθώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ελλ. [[ορέγω]]), η οποία προϋποθέτει σημασιολογική [[εξέλιξη]] του <i>r</i> [[μέχρι]] την τελική [[σημασία]] «[[φροντίζω]]». Το [[αρήγω]] ανήκει σε παλαιότερη [[οικογένεια]] λέξεων που στον [[αττικό]] πεζό λόγο αντικαταστάθηκε από τους τ. του ρ. [[βοηθέω]] (-<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρωγή]], [[αρωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρηγών]], [[άρηξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[συναρωγός]], <b>αρχ.</b> [[επαρωγός]], [[προσαρωγός]]]. | |mltxt=[[ἀρήγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον σε πόλεμο<br /><b>3.</b> [[συντελώ]] στη [[θεραπεία]] ασθένειας κάποιου<br /><b>4.</b> [[εμποδίζω]], [[προλαβαίνω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[γλυτώνω]], κάποιον από κίνδυνο<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἀρήγει</i><br />[[είναι]] καλό, [[πρέπει]], αρμόζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τα (αρχ. άνω γερμ.) <i>geruohhen</i>, (αρχ. σαξον. <i>r</i><i>ō</i><i>kjan</i>, (αρχ. νορβηγ.) <i>rokja</i> «[[φροντίζω]]» κ.λπ., ενώ δεν φαίνεται πιθ. η [[σχέση]] της με το <b>λατ.</b> <i>rego</i> «[[ανορθώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ελλ. [[ορέγω]]), η οποία προϋποθέτει σημασιολογική [[εξέλιξη]] του <i>r</i> [[μέχρι]] την τελική [[σημασία]] «[[φροντίζω]]». Το [[αρήγω]] ανήκει σε παλαιότερη [[οικογένεια]] λέξεων που στον [[αττικό]] πεζό λόγο αντικαταστάθηκε από τους τ. του ρ. [[βοηθέω]] (-<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρωγή]], [[αρωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρηγών]], [[άρηξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[συναρωγός]], <b>αρχ.</b> [[επαρωγός]], [[προσαρωγός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρήγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i> (συγγενές προς το [[ἀρκέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[επικουρώ]], [[ιδίως]] κατά τη [[μάχη]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., με απαρ., όπως και το Λατ. [[juvat]], αρμόζει, ταιριάζει· <i>σιγᾶν ἀρήγει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[αποκρούω]], [[παρεμποδίζω]], <i>τι</i>, σε Αισχύλ.· επίσης, [[ἀρήγω]] τί τινι, [[αποτρέπω]], [[προφυλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[προλαβαίνω]] και [[απομακρύνω]] [[κάτι]] απειλητικά από κάποιον, σε Ευρ. | |||
}} | }} |