Anonymous

ἀρήγω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρήγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i> (συγγενές προς το [[ἀρκέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[επικουρώ]], [[ιδίως]] κατά τη [[μάχη]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., με απαρ., όπως και το Λατ. [[juvat]], αρμόζει, ταιριάζει· <i>σιγᾶν ἀρήγει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[αποκρούω]], [[παρεμποδίζω]], <i>τι</i>, σε Αισχύλ.· επίσης, [[ἀρήγω]] τί τινι, [[αποτρέπω]], [[προφυλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[προλαβαίνω]] και [[απομακρύνω]] [[κάτι]] απειλητικά από κάποιον, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀρήγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i> (συγγενές προς το [[ἀρκέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[επικουρώ]], [[ιδίως]] κατά τη [[μάχη]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., με απαρ., όπως και το Λατ. [[juvat]], αρμόζει, ταιριάζει· <i>σιγᾶν ἀρήγει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[αποκρούω]], [[παρεμποδίζω]], <i>τι</i>, σε Αισχύλ.· επίσης, [[ἀρήγω]] τί τινι, [[αποτρέπω]], [[προφυλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[προλαβαίνω]] και [[απομακρύνω]] [[κάτι]] απειλητικά από κάποιον, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρήγω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> помогать, содействовать (τινὶ ἔπεσιν καὶ χερσίν Hom.; τινί Pind., Aesch., Her., Xen.): τοῖς καρποῖς ἀ. φθειρομένοις Plut. беречь плоды от порчи;<br /><b class="num">2)</b> impers. (лат. [[juvat]]) подобает, надлежит, следует (σιγᾶν ἀρήγει καὶ [[μαθεῖν]] τι Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> отводить, отклонять, предотвращать (ἅλωσιν Aesch.; φόνον τινί Eur.).
}}
}}