3,270,389
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτιγένειος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] του οποίου τα γένια [[μόλις]] άρχισαν να φυτρώνουν. | |mltxt=[[ἀρτιγένειος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] του οποίου τα γένια [[μόλις]] άρχισαν να φυτρώνουν. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρτιγένειος:''' -ον ([[γένειον]]), αυτός που έχει γένι που [[μόλις]] φύτρωσε, σε Ανθ. | |||
}} | }} |