ἀρτιγένειος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιγένειος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] του οποίου τα γένια [[μόλις]] άρχισαν να φυτρώνουν.
|mltxt=[[ἀρτιγένειος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] του οποίου τα γένια [[μόλις]] άρχισαν να φυτρώνουν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιγένειος:''' -ον ([[γένειον]]), αυτός που έχει γένι που [[μόλις]] φύτρωσε, σε Ανθ.
}}
}}