Anonymous

ἀρτιγένειος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιγένειος:''' -ον ([[γένειον]]), αυτός που έχει γένι που [[μόλις]] φύτρωσε, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀρτιγένειος:''' -ον ([[γένειον]]), αυτός που έχει γένι που [[μόλις]] φύτρωσε, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιγένειος:''' <b class="num">1)</b> недавно выросший на щеках ([[χνόος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> досл. пышно растущий, перен. обильный (σολοικισμοί Luc.).
}}
}}