ἀσχάλλω: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσχάλλω]] και ἀσχαλῶ (-άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, [[δυσανασχετώ]], [[αδημονώ]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. το ρ. [[ασχάλλω]] προέρχεται από <i>άσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> θ. αορ. <i>σχ</i>-<i>ειν</i> του ρ. <i>έχω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλος</i>) «αυτός που δεν μπορεί να (συγ)κρατηθεί, να αντέξει»].
|mltxt=[[ἀσχάλλω]] και ἀσχαλῶ (-άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, [[δυσανασχετώ]], [[αδημονώ]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[διστάζω]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. το ρ. [[ασχάλλω]] προέρχεται από <i>άσχαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> θ. αορ. <i>σχ</i>-<i>ειν</i> του ρ. <i>έχω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλος</i>) «αυτός που δεν μπορεί να (συγ)κρατηθεί, να αντέξει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχάλλω:''' μέλ. <i>-ᾰλῶ</i>, = [[ἀσχαλάω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>τινι</i>, για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τι</i>, στον ίδ.
}}
}}