Anonymous

ἀσχάλλω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχάλλω:''' μέλ. <i>-ᾰλῶ</i>, = [[ἀσχαλάω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>τινι</i>, για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀσχάλλω:''' μέλ. <i>-ᾰλῶ</i>, = [[ἀσχαλάω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>τινι</i>, για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσχάλλω:''' <b class="num">1)</b> сердиться, досадовать (Hom., Anacr., Soph., Plut.; τινί Xen., Polyb., Plut. и ἐπί τινι Dem., Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> скорбеть, оплакивать (θάνατον πατρῷον Eur.).
}}
}}