αὐτάγγελος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτάγγελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγγέλλει αυτοπροσώπως [[κάτι]] για τον εαυτό του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που φέρνει αγγελίες ως [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]].
|mltxt=[[αὐτάγγελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναγγέλλει αυτοπροσώπως [[κάτι]] για τον εαυτό του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που φέρνει αγγελίες ως [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτάγγελος:''' ὁ, αυτός που μεταφέρει ο [[ίδιος]] ένα [[μήνυμα]], αυτός που δίνει πληροφορίες για ό,τι έχει δει ο [[ίδιος]], σε Σοφ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>λόγωναὐτάγγελος</i>, σε Σοφ.
}}
}}