3,277,050
edits
(big3_7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀσχᾰλάω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> gener. en pres. excepto fut. -ήσω Thal. en D.L.1.44; 3<sup>a</sup> sg. ἀσχαλάᾳ <i>Il</i>.2.293, Orph.<i>L</i>.670, inf. ἀσχαλάαν <i>Il</i>.2.297, Mosch.4.71, Q.S.5.595, frec. formas c. diéct. en -όω <i>Il</i>.22.412, Theoc.25.236, A.R.2.489, Orph.<i>L</i>.446, cf. tb. [[ἀσχάλλω]]<br />[[estar irritado o afligido]] γέροντα ... ἀσχαλόωντα de Príamo tras la muerte de Héctor <i>Il</i>.22.412, cf. 2.297, ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι porque está decidido a quedarse con un (viejo) quejumbroso</i> A.R.2.489, Ἰήσων ... ἴσχανεν ἀσχαλόωσαν Jasón la confortó en su aflicción</i> A.R.4.108, Βάκχῳ δ' ἀσχαλόωντι ... αἴσιος ἔπτη [[αἰετός]] Nonn.<i>D</i>.38.26, ἀσχαλάαν ἐνὶ θυμῷ Q.S.5.595, cf. Nonn.<i>D</i>.33.236, Colluth.191, 342<br /><b class="num">•</b>c. distintas maneras de expresar la causa [[estar irritado o afligido por]] c. part. pred. μένων ... ἀσχαλάᾳ <i>Il</i>.2.293, cf. <i>Od</i>.1.304, c. gen. κτήσιος ἀσχαλόων τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί <i>Od</i>.19.534, ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων <i>Od</i>.19.159, c. dat. instrum. κακοῖσιν ἀσχάλα μὴ λίην no te irrites demasiado con los fracasos</i> Archil.211.6, διωγμοῖς ἀσχαλῶσ' ref. a Ártemis, A.<i>Supp</i>.148, ἐπίσταμαι ... τοῖς κακοῖσι ... ἀσχαλᾶν E.<i>IA</i> 920, [[γνώμων]] δέ τοί εἰμι ἀσχαλάαν Mosch.l.c. (cód.), c. inf. ἀσχαλάᾳ ... εἴργεσθαι θνητοὺς ὁράαν ... πρόσωπα ... βασιλῆος Orph.<i>L</i>.670, ἀσχαλόων ἑὸν υἷα φίλον θήρεσσι μάχεσθαι Orph.<i>L</i>.446, c. or. subord. causal o temp. εἰ δὲ ἀσχαλήσεις ὅτι ... Thal.l.c., ἀσχαλόων ὅ μοι ὁ πρὶν ἐτώσιος ἔκφυγε χειρός Theoc.l.c., χὠ παῖς ἀσχαλάων ὅκα ... Bio <i>Fr</i>.13.7. | |dgtxt=(ἀσχᾰλάω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> gener. en pres. excepto fut. -ήσω Thal. en D.L.1.44; 3<sup>a</sup> sg. ἀσχαλάᾳ <i>Il</i>.2.293, Orph.<i>L</i>.670, inf. ἀσχαλάαν <i>Il</i>.2.297, Mosch.4.71, Q.S.5.595, frec. formas c. diéct. en -όω <i>Il</i>.22.412, Theoc.25.236, A.R.2.489, Orph.<i>L</i>.446, cf. tb. [[ἀσχάλλω]]<br />[[estar irritado o afligido]] γέροντα ... ἀσχαλόωντα de Príamo tras la muerte de Héctor <i>Il</i>.22.412, cf. 2.297, ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι porque está decidido a quedarse con un (viejo) quejumbroso</i> A.R.2.489, Ἰήσων ... ἴσχανεν ἀσχαλόωσαν Jasón la confortó en su aflicción</i> A.R.4.108, Βάκχῳ δ' ἀσχαλόωντι ... αἴσιος ἔπτη [[αἰετός]] Nonn.<i>D</i>.38.26, ἀσχαλάαν ἐνὶ θυμῷ Q.S.5.595, cf. Nonn.<i>D</i>.33.236, Colluth.191, 342<br /><b class="num">•</b>c. distintas maneras de expresar la causa [[estar irritado o afligido por]] c. part. pred. μένων ... ἀσχαλάᾳ <i>Il</i>.2.293, cf. <i>Od</i>.1.304, c. gen. κτήσιος ἀσχαλόων τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί <i>Od</i>.19.534, ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων <i>Od</i>.19.159, c. dat. instrum. κακοῖσιν ἀσχάλα μὴ λίην no te irrites demasiado con los fracasos</i> Archil.211.6, διωγμοῖς ἀσχαλῶσ' ref. a Ártemis, A.<i>Supp</i>.148, ἐπίσταμαι ... τοῖς κακοῖσι ... ἀσχαλᾶν E.<i>IA</i> 920, [[γνώμων]] δέ τοί εἰμι ἀσχαλάαν Mosch.l.c. (cód.), c. inf. ἀσχαλάᾳ ... εἴργεσθαι θνητοὺς ὁράαν ... πρόσωπα ... βασιλῆος Orph.<i>L</i>.670, ἀσχαλόων ἑὸν υἷα φίλον θήρεσσι μάχεσθαι Orph.<i>L</i>.446, c. or. subord. causal o temp. εἰ δὲ ἀσχαλήσεις ὅτι ... Thal.l.c., ἀσχαλόων ὅ μοι ὁ πρὶν ἐτώσιος ἔκφυγε χειρός Theoc.l.c., χὠ παῖς ἀσχαλάων ὅκα ... Bio <i>Fr</i>.13.7. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσχᾰλάω:''' χρησιμ. από Όμηρ. σε Επικ. τύπους, γʹ ενικ. [[ἀσχαλάᾳ]], γʹ πληθ. [[ἀσχαλόωσι]], απαρ. <i>ἀσχαλαίαν</i>, μτχ. [[ἀσχαλόων]]· είμαι [[πολύ]] [[λυπημένος]], θλίβομαι, σε Όμηρ.· είμαι [[ταραγμένος]], στενοχωριέμαι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |