Anonymous

ἀσχαλάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχᾰλάω:''' χρησιμ. από Όμηρ. σε Επικ. τύπους, γʹ ενικ. [[ἀσχαλάᾳ]], γʹ πληθ. [[ἀσχαλόωσι]], απαρ. <i>ἀσχαλαίαν</i>, μτχ. [[ἀσχαλόων]]· είμαι [[πολύ]] [[λυπημένος]], θλίβομαι, σε Όμηρ.· είμαι [[ταραγμένος]], στενοχωριέμαι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀσχᾰλάω:''' χρησιμ. από Όμηρ. σε Επικ. τύπους, γʹ ενικ. [[ἀσχαλάᾳ]], γʹ πληθ. [[ἀσχαλόωσι]], απαρ. <i>ἀσχαλαίαν</i>, μτχ. [[ἀσχαλόων]]· είμαι [[πολύ]] [[λυπημένος]], θλίβομαι, σε Όμηρ.· είμαι [[ταραγμένος]], στενοχωριέμαι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσχᾰλάω:''' и ἀσχᾰλόω сердиться, гневаться, негодовать (τινος Hom. и τινι Aesch., Eur.; ὅτι … Theocr., Diog. L.): [[ἀσχαλόωσι]] μένοντες Hom. они раздражены (долгим) ожиданием.
}}
}}