3,276,318
edits
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄχθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[επάνω]] μου [[βάρος]], [[είμαι]] φορτωμένος<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]<br /><b>3.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[άχθομαι]] και [[άχθος]], η [[μεταξύ]] των οποίων [[σχέση]] [[είναι]] [[ασαφής]], αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «[[βάρος]], [[φορτίο]]», [[υστερογενώς]] δε σήμαινε «[[λύπη]], [[οδύνη]]». Η πρωταρχική [[σημασία]] των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. <i>άγω</i> (με τη [[σημασία]] «[[μεταφέρω]] ως [[φορτίο]]», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το [[βάρος]], [[φορτίο]] σημασίες των λέξεων), ενώ η [[προσέγγιση]] με το ρ. [[οχθώ]] («λυπούμαι πολύ, [[δοκιμάζω]] [[ψυχικό]] [[βάρος]]») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η [[υστερογενής]], πιθ. παρετυμολογική, [[σύνδεση]] με τα φωνητικά όμοια [[άχομαι]], [[άχνυμαι]] (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά [[λύπη]], [[στενοχώρια]]) συνετέλεσε στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[άχθομαι]], [[άχθος]] στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[επάχθομαι]], [[συνάχθομαι]], [[υπεράχθομαι]]]. | |mltxt=[[ἄχθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[επάνω]] μου [[βάρος]], [[είμαι]] φορτωμένος<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]<br /><b>3.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[άχθομαι]] και [[άχθος]], η [[μεταξύ]] των οποίων [[σχέση]] [[είναι]] [[ασαφής]], αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «[[βάρος]], [[φορτίο]]», [[υστερογενώς]] δε σήμαινε «[[λύπη]], [[οδύνη]]». Η πρωταρχική [[σημασία]] των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. <i>άγω</i> (με τη [[σημασία]] «[[μεταφέρω]] ως [[φορτίο]]», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το [[βάρος]], [[φορτίο]] σημασίες των λέξεων), ενώ η [[προσέγγιση]] με το ρ. [[οχθώ]] («λυπούμαι πολύ, [[δοκιμάζω]] [[ψυχικό]] [[βάρος]]») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η [[υστερογενής]], πιθ. παρετυμολογική, [[σύνδεση]] με τα φωνητικά όμοια [[άχομαι]], [[άχνυμαι]] (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά [[λύπη]], [[στενοχώρια]]) συνετέλεσε στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[άχθομαι]], [[άχθος]] στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[επάχθομαι]], [[συνάχθομαι]], [[υπεράχθομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄχθομαι:''' Παθ. μέλ. <i>ἀχθεσθήσομαι</i> ή (στη Μέσ.) <i>ἀχθέσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠχθέσθην]]·<br /><b class="num">I.</b> είμαι φορτωμένος, φορτώνομαι, [[νηῦς]] [[ἤχθετο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ψυχική [[πίεση]], [[λύπη]], είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος, [[λυπημένος]], είμαι [[θλιμμένος]], σε Όμηρ.· <i>τινι</i>, για ένα [[πράγμα]] ή με ένα [[πρόσωπο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ἐπί]] τινι, σε Ξεν.· [[περί]] τινος, σε Ηρόδ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με μτχ. [[είτε]] του υποκ., όπως [[ἄχθομαι]] [[ἰδών]], σε Σοφ.· ή του αντικ., [[ἤχθετο]] δαμναμένους, ότι νικήθηκαν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] το υποκ. είναι επίσης σε γεν., οὐδὲν [[ἤχθετο]] αὐτῶν πολεμούντων, δεν είχε [[αντίρρηση]] να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Ξεν. | |||
}} | }} |