Anonymous

ἄχθομαι: Difference between revisions

From LSJ
7
(big3_8)
(7)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. ἄχθετο Call.<i>Cer</i>.31; pas. fut. ind. ἀχθεσθήσεται And.3.21, inf. ἀχθεσθήσεσθαι E.<i>Ep</i>.1.4; aor. ind. ἠχθέσθην <i>PSI</i> 1248.4 (III d.C.), subj. ἀχθεσθῇ A.<i>Pr</i>.390, inf. ἀχθεσθῆναι E.<i>Ep</i>.2.5, part. ἀχθεσθέντες Hdt.2.103]<br /><b class="num">I</b> c. suj. de cosa [[ser cargado]] ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο <i>Od</i>.15.457<br /><b class="num">•</b>[[estar cargado de]] c. gen. τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη Xenoph.B 1.10, c. dat. ἐλάτην ... ἀχθομένην ὄζοις A.R.1.1191.<br /><b class="num">II</b> c. suj. gener. de pers.<br /><b class="num">1</b> sent. fís. [[sentirse abrumado por el dolor]], [[sentirse molesto]] c. ac. de rel., de Agamenón herido ἤχθετο γὰρ κῆρ <i>Il</i>.11.274, λίην [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] <i>Il</i>.5.361, σφόδρα ἄχθεται τὴν εὐνήν de una enferma, Hp.<i>Mul</i>.2.177<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἀχθομένη ὀδύνῃσι <i>Il</i>.5.354, ἄχθεται τῇ συνουσίῃ Hp.<i>Mul</i>.2.179, ἀχθόμενοι τῇ συμφορῇ Aret.<i>SA</i> 2.12.1, <i>SD</i> 1.6.11, ἄχθονται τῷ βίῳ Aret.<i>SD</i> 1.2.3<br /><b class="num">•</b>tb. c. suj. de partes del cuerpo o heridas [[ἐγκέφαλος]] ... ψυχρῷ μὲν ἄχθεται Hp.<i>Liqu</i>.2, τὰ δὲ ἕλκεα θερμῷ ἥδεται ... τῷ ἑτέρῳ ἄχθεται Hp.<i>Liqu</i>.2, τὴν κύστιν ... τῇ δριμύτητι τῶν χυμῶν ἀχθομένην Aret.<i>CA</i> 1.2.6, c. πρός y ac. τὸ σῶμα πρὸς ἅπαντα ἄχθεται Aret.<i>SD</i> 2.13.18.<br /><b class="num">2</b> en sent. no fís. [[irritarse con]] c. dat. de pers. [[ἄχθομαι]] 'γὼ πρέσβεσιν Ar.<i>Ach</i>.62, Τριοπίδαισιν ὁ δεξιὸς ἄχθετο [[δαίμων]] Call.l.c., a veces tb. c. part. τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι ἐμποδὼν ὄντι σφίσι Th.6.28, μοι ... λέγοντι τἀληθῆ Pl.<i>Ap</i>.31e<br /><b class="num">•</b>c. ac. de rel. [[irritarse]] τούτου φυλάσσου μή ποτ' ἀχθεσθῇ κέαρ guárdate, no se irrite en su corazón</i> A.l.c., abs. οἶδα μὲν σαφῶς ὅτι ἀχθέσεται Ar.<i>Au</i>.84, cf. And.3.21, Aesop.13.2<br /><b class="num">•</b>[[sentirse molesto, fastidiado o disgustado por]] c. n. de abstr.: en dat. instrum. acompañado de una determ. pers. τῇ πλάνῃ [[αὐτοῦ]] Hdt.2.103, τῇ δυνάμι τῶν Περσέων Hdt.3.1, τῇ ἀμελείῃ τῶν τετρωμένων Hp.<i>Art</i>.14, τῇ βλάβῃ τῆς ἀγέλης Longus 1.27.4, τῷ ὑποχειρίαν μοι εἶναι <i>BGU</i> 1578.15 (II/III d.C.), en ac. compl. dir. ἐγὼ δὲ τὴν ἀναβολὴν ἠχθόμην Ach.Tat.4.1.5<br /><b class="num">•</b>c. un part. pred. del suj. οὐκ ἄχθομαί σ' ἰδών S.<i>Ph</i>.671, οὐκ ἀχθέσει παθών Ar.<i>Nu</i>.1441, cf. <i>Pl</i>.234, Th.1.92, Ach.Tat.2.29.1, Aesop.23.1, ἤχθετο δὲ ὡς ἀποτυχών Ach.Tat.7.1.1, c. or. complet. o cond. [[ἄχθομαι]] ὅτι ... πάσχω Ar.<i>Pl</i>.899, cf. X.<i>An</i>.3.2.20, [[ἄχθομαι]] ... εἰ μή σε σώσω E.<i>IA</i> 1413, cf. Th.8.109, Longus 1.8.1, 4.18.1, οὐκ ἀχθέσῃ, ἂν εἴπω ταῦτα; ¿no te disgustarás si digo eso?</i> Pl.<i>Hp.Ma</i>.292e<br /><b class="num">•</b>c. n. de pers.: en ac. acompañado de part. pred. Ἀργείους ... ἤχθετο [[γάρ]] ῥα Τρωσὶν δαμναμένους <i>Il</i>.13.352, ἥδη γὰρ Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ' [[ἄχθομαι]] Eup.49, en dat. y una or. adverb. [[ἄχθομαι]] ὑμῖν, ἥνικ' ... Ar.<i>Pax</i> 119, en gen. acompañado de part. βιαίου ὄντος [[αὐτοῦ]] ... ἤχθοντο Th.1.95, οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων X.<i>An</i>.1.1.8, en gen. c. prep. πόλλ' ὑπὲρ ἡμῶν τῶν γυναικῶν [[ἄχθομαι]] Ar.<i>Lys</i>.10, κατὰ τῶν στρατηγῶν Agath.4.11.1<br /><b class="num">•</b>c. n. de concr.: en gen. o gen. y prep. ἀ. περὶ τῶν νεῶν Hdt.8.99, ἐφ' ἑκάστου Pl.<i>Prm</i>.130a, τῆς οἰκίας Plu.<i>Publ</i>.10<br /><b class="num">•</b>usos abs. πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην Pl.<i>Smp</i>.216c, ἧσσον ἀχθεσθῆναι E.<i>Ep</i>.2.5, cf. Ach.Tat.5.19.1, <i>PSI</i> l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[ἄχθος]].
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. ἄχθετο Call.<i>Cer</i>.31; pas. fut. ind. ἀχθεσθήσεται And.3.21, inf. ἀχθεσθήσεσθαι E.<i>Ep</i>.1.4; aor. ind. ἠχθέσθην <i>PSI</i> 1248.4 (III d.C.), subj. ἀχθεσθῇ A.<i>Pr</i>.390, inf. ἀχθεσθῆναι E.<i>Ep</i>.2.5, part. ἀχθεσθέντες Hdt.2.103]<br /><b class="num">I</b> c. suj. de cosa [[ser cargado]] ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο <i>Od</i>.15.457<br /><b class="num">•</b>[[estar cargado de]] c. gen. τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη Xenoph.B 1.10, c. dat. ἐλάτην ... ἀχθομένην ὄζοις A.R.1.1191.<br /><b class="num">II</b> c. suj. gener. de pers.<br /><b class="num">1</b> sent. fís. [[sentirse abrumado por el dolor]], [[sentirse molesto]] c. ac. de rel., de Agamenón herido ἤχθετο γὰρ κῆρ <i>Il</i>.11.274, λίην [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] <i>Il</i>.5.361, σφόδρα ἄχθεται τὴν εὐνήν de una enferma, Hp.<i>Mul</i>.2.177<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἀχθομένη ὀδύνῃσι <i>Il</i>.5.354, ἄχθεται τῇ συνουσίῃ Hp.<i>Mul</i>.2.179, ἀχθόμενοι τῇ συμφορῇ Aret.<i>SA</i> 2.12.1, <i>SD</i> 1.6.11, ἄχθονται τῷ βίῳ Aret.<i>SD</i> 1.2.3<br /><b class="num">•</b>tb. c. suj. de partes del cuerpo o heridas [[ἐγκέφαλος]] ... ψυχρῷ μὲν ἄχθεται Hp.<i>Liqu</i>.2, τὰ δὲ ἕλκεα θερμῷ ἥδεται ... τῷ ἑτέρῳ ἄχθεται Hp.<i>Liqu</i>.2, τὴν κύστιν ... τῇ δριμύτητι τῶν χυμῶν ἀχθομένην Aret.<i>CA</i> 1.2.6, c. πρός y ac. τὸ σῶμα πρὸς ἅπαντα ἄχθεται Aret.<i>SD</i> 2.13.18.<br /><b class="num">2</b> en sent. no fís. [[irritarse con]] c. dat. de pers. [[ἄχθομαι]] 'γὼ πρέσβεσιν Ar.<i>Ach</i>.62, Τριοπίδαισιν ὁ δεξιὸς ἄχθετο [[δαίμων]] Call.l.c., a veces tb. c. part. τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι ἐμποδὼν ὄντι σφίσι Th.6.28, μοι ... λέγοντι τἀληθῆ Pl.<i>Ap</i>.31e<br /><b class="num">•</b>c. ac. de rel. [[irritarse]] τούτου φυλάσσου μή ποτ' ἀχθεσθῇ κέαρ guárdate, no se irrite en su corazón</i> A.l.c., abs. οἶδα μὲν σαφῶς ὅτι ἀχθέσεται Ar.<i>Au</i>.84, cf. And.3.21, Aesop.13.2<br /><b class="num">•</b>[[sentirse molesto, fastidiado o disgustado por]] c. n. de abstr.: en dat. instrum. acompañado de una determ. pers. τῇ πλάνῃ [[αὐτοῦ]] Hdt.2.103, τῇ δυνάμι τῶν Περσέων Hdt.3.1, τῇ ἀμελείῃ τῶν τετρωμένων Hp.<i>Art</i>.14, τῇ βλάβῃ τῆς ἀγέλης Longus 1.27.4, τῷ ὑποχειρίαν μοι εἶναι <i>BGU</i> 1578.15 (II/III d.C.), en ac. compl. dir. ἐγὼ δὲ τὴν ἀναβολὴν ἠχθόμην Ach.Tat.4.1.5<br /><b class="num">•</b>c. un part. pred. del suj. οὐκ ἄχθομαί σ' ἰδών S.<i>Ph</i>.671, οὐκ ἀχθέσει παθών Ar.<i>Nu</i>.1441, cf. <i>Pl</i>.234, Th.1.92, Ach.Tat.2.29.1, Aesop.23.1, ἤχθετο δὲ ὡς ἀποτυχών Ach.Tat.7.1.1, c. or. complet. o cond. [[ἄχθομαι]] ὅτι ... πάσχω Ar.<i>Pl</i>.899, cf. X.<i>An</i>.3.2.20, [[ἄχθομαι]] ... εἰ μή σε σώσω E.<i>IA</i> 1413, cf. Th.8.109, Longus 1.8.1, 4.18.1, οὐκ ἀχθέσῃ, ἂν εἴπω ταῦτα; ¿no te disgustarás si digo eso?</i> Pl.<i>Hp.Ma</i>.292e<br /><b class="num">•</b>c. n. de pers.: en ac. acompañado de part. pred. Ἀργείους ... ἤχθετο [[γάρ]] ῥα Τρωσὶν δαμναμένους <i>Il</i>.13.352, ἥδη γὰρ Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ' [[ἄχθομαι]] Eup.49, en dat. y una or. adverb. [[ἄχθομαι]] ὑμῖν, ἥνικ' ... Ar.<i>Pax</i> 119, en gen. acompañado de part. βιαίου ὄντος [[αὐτοῦ]] ... ἤχθοντο Th.1.95, οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων X.<i>An</i>.1.1.8, en gen. c. prep. πόλλ' ὑπὲρ ἡμῶν τῶν γυναικῶν [[ἄχθομαι]] Ar.<i>Lys</i>.10, κατὰ τῶν στρατηγῶν Agath.4.11.1<br /><b class="num">•</b>c. n. de concr.: en gen. o gen. y prep. ἀ. περὶ τῶν νεῶν Hdt.8.99, ἐφ' ἑκάστου Pl.<i>Prm</i>.130a, τῆς οἰκίας Plu.<i>Publ</i>.10<br /><b class="num">•</b>usos abs. πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην Pl.<i>Smp</i>.216c, ἧσσον ἀχθεσθῆναι E.<i>Ep</i>.2.5, cf. Ach.Tat.5.19.1, <i>PSI</i> l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[ἄχθος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄχθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[επάνω]] μου [[βάρος]], [[είμαι]] φορτωμένος<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]<br /><b>3.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[άχθομαι]] και [[άχθος]], η [[μεταξύ]] των οποίων [[σχέση]] [[είναι]] [[ασαφής]], αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «[[βάρος]], [[φορτίο]]», [[υστερογενώς]] δε σήμαινε «[[λύπη]], [[οδύνη]]». Η πρωταρχική [[σημασία]] των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. <i>άγω</i> (με τη [[σημασία]] «[[μεταφέρω]] ως [[φορτίο]]», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το [[βάρος]], [[φορτίο]] σημασίες των λέξεων), ενώ η [[προσέγγιση]] με το ρ. [[οχθώ]] («λυπούμαι πολύ, [[δοκιμάζω]] [[ψυχικό]] [[βάρος]]») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η [[υστερογενής]], πιθ. παρετυμολογική, [[σύνδεση]] με τα φωνητικά όμοια [[άχομαι]], [[άχνυμαι]] (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά [[λύπη]], [[στενοχώρια]]) συνετέλεσε στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[άχθομαι]], [[άχθος]] στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[επάχθομαι]], [[συνάχθομαι]], [[υπεράχθομαι]]].
}}
}}