βαναυσικός: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαναυσικός]], -ή, -όν (Α) [[βάναυσος]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον χειρώνακτα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η βαναυσική</i><br />η [[χειρωναξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βαναυσικόν</i><br />η [[χειρωναξία]].
|mltxt=[[βαναυσικός]], -ή, -όν (Α) [[βάναυσος]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον χειρώνακτα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η βαναυσική</i><br />η [[χειρωναξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βαναυσικόν</i><br />η [[χειρωναξία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰναυσικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· [[τέχνη]] βαναυσική, χειρωνακτική [[τέχνη]], Λατ. [[ars]] sellularia, σε Ξεν.
}}
}}