3,274,919
edits
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαναυσικός]], -ή, -όν (Α) [[βάναυσος]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον χειρώνακτα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η βαναυσική</i><br />η [[χειρωναξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βαναυσικόν</i><br />η [[χειρωναξία]]. | |mltxt=[[βαναυσικός]], -ή, -όν (Α) [[βάναυσος]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τον χειρώνακτα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η βαναυσική</i><br />η [[χειρωναξία]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το βαναυσικόν</i><br />η [[χειρωναξία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰναυσικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· [[τέχνη]] βαναυσική, χειρωνακτική [[τέχνη]], Λατ. [[ars]] sellularia, σε Ξεν. | |||
}} | }} |