βαναυσικός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰναυσικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· [[τέχνη]] βαναυσική, χειρωνακτική [[τέχνη]], Λατ. [[ars]] sellularia, σε Ξεν.
|lsmtext='''βᾰναυσικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· [[τέχνη]] βαναυσική, χειρωνακτική [[τέχνη]], Λατ. [[ars]] sellularia, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰναυσικός:''' ремесленный, ручной, тж. механический (τέναι Xen.).
}}
}}