ἄτοκος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτοκος]], -ον) [[τόκος]]<br />Ι. 1. [[ανίκανος]] για [[τεκνοποίηση]], [[στείρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει [[ακόμη]]<br /><b>3.</b> (για χρηματικά ποσά) [[εκείνος]] που δεν αποφέρει τόκο<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστή<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άτοκα</i> (AM ἀτόκως, Α και [[ἀτοκί]] και -κεί)<br />[[χωρίς]] τόκο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτοκος]], -ον) [[τόκος]]<br />Ι. 1. [[ανίκανος]] για [[τεκνοποίηση]], [[στείρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει [[ακόμη]]<br /><b>3.</b> (για χρηματικά ποσά) [[εκείνος]] που δεν αποφέρει τόκο<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστή<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άτοκα</i> (AM ἀτόκως, Α και [[ἀτοκί]] και -κεί)<br />[[χωρίς]] τόκο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτοκος:'''<b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει γεννήσει [[ποτέ]] [[μέχρι]] [[τώρα]], αυτός που [[ποτέ]] δεν είχε [[παιδί]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν αποφέρει τόκο, χρήματα, σε Πλάτ.
}}
}}