ἀχλύω: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀχλύω]] (Α), ἀχλυῶ (-όω) (Μ)<br />[[σκοτεινιάζω]], [[μαυρίζω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γίνομαι]] [[σκοτεινός]].
|mltxt=[[ἀχλύω]] (Α), ἀχλυῶ (-όω) (Μ)<br />[[σκοτεινιάζω]], [[μαυρίζω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γίνομαι]] [[σκοτεινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχλύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤχλῡσα</i>, είμαι ή [[γίνομαι]] [[σκοτεινός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}