Anonymous

ἀχλύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχλύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤχλῡσα</i>, είμαι ή [[γίνομαι]] [[σκοτεινός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀχλύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤχλῡσα</i>, είμαι ή [[γίνομαι]] [[σκοτεινός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχλύω:''' темнеть, туманиться (ἤχλυσε [[πόντος]] Hom.; ἤχλυσε ἀντέλλουσα [[μήνη]] Anth.).
}}
}}