3,276,318
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀταξία]]) [[άτακτος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] τάξης, [[ακαταστασία]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] πειθαρχίας, [[αναρχία]]<br /><b>3.</b> [[ανωμαλία]], [[αντικανονικότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ηθική]] [[παράβαση]], [[παράπτωμα]]<br /><b>2.</b> [[απρέπεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> «κινητική [[αταξία]]» — [[γενικός]] [[ιατρικός]] όρος για το ασταθές [[βάδισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> τοπική [[ατέλεια]] στη [[δομή]] των στερεών σωμάτων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ταραχή]], [[στάση]]. | |mltxt=η (AM [[ἀταξία]]) [[άτακτος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] τάξης, [[ακαταστασία]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] πειθαρχίας, [[αναρχία]]<br /><b>3.</b> [[ανωμαλία]], [[αντικανονικότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ηθική]] [[παράβαση]], [[παράπτωμα]]<br /><b>2.</b> [[απρέπεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> «κινητική [[αταξία]]» — [[γενικός]] [[ιατρικός]] όρος για το ασταθές [[βάδισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> τοπική [[ατέλεια]] στη [[δομή]] των στερεών σωμάτων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ταραχή]], [[στάση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀταξία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἄτακτος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]] της πειθαρχίας, [[ακαταστασία]], [[αταξία]], [[κυρίως]] [[ανάμεσα]] στους στρατιώτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[αναστάτωση]], [[σύγχυση]], [[ανωμαλία]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |