3,274,921
edits
(7) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βύσσινος]], -η, -ον (AM) [[βύσσος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από βύσσο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ύφασμα ή [[φόρεμα]] από βύσσο. | |mltxt=[[βύσσινος]], -η, -ον (AM) [[βύσσος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από βύσσο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ύφασμα ή [[φόρεμα]] από βύσσο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βύσσινος:''' -η, -ον, φτιαγμένος από <i>βύσσο</i>· σινδὼν [[βύσσινος]], [[ένας]] [[λεπτός]], [[λινός]] [[επίδεσμος]] που χρησιμοποιούνταν για την [[περιτύλιξη]] των ταριχευμένων [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τραύματα, στον ίδ.· <i>βύσσινοι πέπλοι</i>, στον Αισχύλ. | |||
}} | }} |