Anonymous

βύσσινος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βύσσινος]], -η, -ον (AM) [[βύσσος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από βύσσο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ύφασμα ή [[φόρεμα]] από βύσσο.
|mltxt=[[βύσσινος]], -η, -ον (AM) [[βύσσος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από βύσσο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ύφασμα ή [[φόρεμα]] από βύσσο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βύσσινος:''' -η, -ον, φτιαγμένος από <i>βύσσο</i>· σινδὼν [[βύσσινος]], [[ένας]] [[λεπτός]], [[λινός]] [[επίδεσμος]] που χρησιμοποιούνταν για την [[περιτύλιξη]] των ταριχευμένων [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τραύματα, στον ίδ.· <i>βύσσινοι πέπλοι</i>, στον Αισχύλ.
}}
}}