βολή: Difference between revisions

935 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[βολή]])<br /><b>1.</b> εκσφενδόνιση, [[εκτόξευση]], [[ρίξιμο]]<br /><b>2.</b> το [[ρίξιμο]] των κύβων, η [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> το [[βέλος]] ή το [[βλήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πυροβολισμός]] και ο [[ήχος]] του<br /><b>2.</b> η [[τροχιά]] του βλήματος<br /><b>3.</b> η [[οδοντοφυΐα]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>βολαί</i>, <i>αἱ</i><br />οι πόνοι του τοκετού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[βολή]]....» ή «βολαὶ ὀφθαλμῶν» — γρήγορες ματιές<br /><b>2.</b> «βολαὶ ἡλίου» — οι ακτίνες του ήλιου<br /><b>3.</b> «πρὸς μέσας βολάς» — [[κατά]] το [[μεσημέρι]]<br /><b>4.</b> «βολὴ χιόνος» — ο [[χιονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βολ</i>- (<b>βλ.</b> [[βάλλω]])].———————— <b>(II)</b><br />η<br />[[ευχέρεια]], [[άνεση]], [[ευκολία]] («κοιτάει μόνο τη [[βολή]] του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βολεύω]].].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[βολή]])<br /><b>1.</b> εκσφενδόνιση, [[εκτόξευση]], [[ρίξιμο]]<br /><b>2.</b> το [[ρίξιμο]] των κύβων, η [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> το [[βέλος]] ή το [[βλήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πυροβολισμός]] και ο [[ήχος]] του<br /><b>2.</b> η [[τροχιά]] του βλήματος<br /><b>3.</b> η [[οδοντοφυΐα]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>βολαί</i>, <i>αἱ</i><br />οι πόνοι του τοκετού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[βολή]]....» ή «βολαὶ ὀφθαλμῶν» — γρήγορες ματιές<br /><b>2.</b> «βολαὶ ἡλίου» — οι ακτίνες του ήλιου<br /><b>3.</b> «πρὸς μέσας βολάς» — [[κατά]] το [[μεσημέρι]]<br /><b>4.</b> «βολὴ χιόνος» — ο [[χιονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βολ</i>- (<b>βλ.</b> [[βάλλω]])].———————— <b>(II)</b><br />η<br />[[ευχέρεια]], [[άνεση]], [[ευκολία]] («κοιτάει μόνο τη [[βολή]] του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βολεύω]].].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βολή:''' ἡ ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ρίψη]], [[πλήγμα]] ή [[τραύμα]] ενός βλήματος, αντίθ. προς το <i>πληγὴ</i> ([[πλήγμα]] από [[σπαθί]] ή [[δόρυ]]), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θουκ.· <i>βολαῖς [[σφόγγος]] ὤλεσεν γραφήν</i>, από το [[χτύπημα]] ή το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το [[βέλος]]· <i>βολὴ ὀφθαλμῶν</i>, γρήγορο [[βλέμμα]] των ματιών, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>βολαὶ κεραύνιοι</i>, «αστραποπελέκια», κεραυνοί, σε Αισχύλ.· <i>βολαὶ ἡλίου</i>, οι ακτίνες του ήλιου, σε Σοφ.· <i>βολὴ χιόνος</i>, [[χιονοθύελλα]], σε Ευρ.
}}
}}