Anonymous

βολή: Difference between revisions

From LSJ
794 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βολή:''' ἡ ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ρίψη]], [[πλήγμα]] ή [[τραύμα]] ενός βλήματος, αντίθ. προς το <i>πληγὴ</i> ([[πλήγμα]] από [[σπαθί]] ή [[δόρυ]]), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θουκ.· <i>βολαῖς [[σφόγγος]] ὤλεσεν γραφήν</i>, από το [[χτύπημα]] ή το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το [[βέλος]]· <i>βολὴ ὀφθαλμῶν</i>, γρήγορο [[βλέμμα]] των ματιών, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>βολαὶ κεραύνιοι</i>, «αστραποπελέκια», κεραυνοί, σε Αισχύλ.· <i>βολαὶ ἡλίου</i>, οι ακτίνες του ήλιου, σε Σοφ.· <i>βολὴ χιόνος</i>, [[χιονοθύελλα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''βολή:''' ἡ ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ρίψη]], [[πλήγμα]] ή [[τραύμα]] ενός βλήματος, αντίθ. προς το <i>πληγὴ</i> ([[πλήγμα]] από [[σπαθί]] ή [[δόρυ]]), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θουκ.· <i>βολαῖς [[σφόγγος]] ὤλεσεν γραφήν</i>, από το [[χτύπημα]] ή το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το [[βέλος]]· <i>βολὴ ὀφθαλμῶν</i>, γρήγορο [[βλέμμα]] των ματιών, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>βολαὶ κεραύνιοι</i>, «αστραποπελέκια», κεραυνοί, σε Αισχύλ.· <i>βολαὶ ἡλίου</i>, οι ακτίνες του ήλιου, σε Σοφ.· <i>βολὴ χιόνος</i>, [[χιονοθύελλα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βολή:''' ἡ [[βάλλω]]<br /><b class="num">1)</b> метание, бросок (κύβων Soph.; πέτρων Eur.; ἀκοντίου Xen.; ἀγκίστρου Plut.): [[μέχρι]] λίθου βολῆς χωρῆσα Thuc. подойти на расстояние брошенного камня; β. χιόνος Eur. густой снег;<br /><b class="num">2)</b> удар (нанесенный издали) (πληγαὶ καὶ βολαί Hom.); βολαὶ κεραύνιοι Aesch. удары молний; βολαὶ (ἡλίου) Soph., Eur. солнечные лучи, солнечный зной; β. ὀφθαλμῶν Hom. или βλεμμάτων Aesch. взгляд, взор; βολαὶ ἔρωτος Anth. любовные раны.
}}
}}