γαμψός: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γαμψός]], -ή, -όν)<br />[[κυρτός]], [[αγκυλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πτηνά) ο [[γαμψώνυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]». Το απλό [[γαμψός]] προήλθε κατ' [[απόσπαση]] από το αρχαϊκό σύνθετο <i>γαμψώνυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γναμψωνυξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[λειψός]] <span style="color: red;"><</span> [[λειψόθριξ]] ή [[λείψανδρος]], [[αψύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αψίθυμος]], [[κοντός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοντομάχος</i>, <i>κοντοβόλος</i> <b>κ.τ.ό.</b>). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]] συμφυρμού τών [[γνάμπτω]] και [[κάμπτω]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γαμψός]], -ή, -όν)<br />[[κυρτός]], [[αγκυλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πτηνά) ο [[γαμψώνυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]». Το απλό [[γαμψός]] προήλθε κατ' [[απόσπαση]] από το αρχαϊκό σύνθετο <i>γαμψώνυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γναμψωνυξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[λειψός]] <span style="color: red;"><</span> [[λειψόθριξ]] ή [[λείψανδρος]], [[αψύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αψίθυμος]], [[κοντός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοντομάχος</i>, <i>κοντοβόλος</i> <b>κ.τ.ό.</b>). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]] συμφυρμού τών [[γνάμπτω]] και [[κάμπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαμψός:''' -ή, -όν ([[κάμπτω]]), [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = [[γαμψῶνυξ]], σε Αριστοφ.
}}
}}