γαμψός
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
γαμψή, γαμψόν,
A curved, crooked, of the uterine κόλποι, Hp. Nat Pucr.31; κέρατα Arist.HA630a31; ῥύγχος Id.PA662b2; ὄνυχες ib.662b5 (Comp.); ἅρπαι Lyc.358.
2 of birds of prey, = γαμψῶνυξ, Ar. Nu.337 (anap.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [gen. -οῖο AP 16.118 (Paul.Sil.)]
1 curvo de la cavidad del útero, Hp.Nat.Puer.31, cf. Hp. en Gal.19.90, κέρατα Arist.HA 630a31, ῥύγχος Arist.PA 662b2, ἄγκιστρον AP 6.192 (Arch.), δρέπανον AP 6.95 (Antiphil.), cf. 104 (Phil.), ὄνυχες Gal.3.176, ὑπὲρ γαμψοῖο κορύμβου por encima de la curva popa, AP l.c.
2 de curvo pico οἰωνοί Ar.Nu.337, cf. Sch.ad loc.
• Etimología: Se ha propuesto partir de la forma γαμψῶνυξ < *γναμψωνυξ. Por disim. en su primer elemento se habría formado γαμψός, c. un suf. -σός del tipo βλαισός, λοξός, etc. Todo ello rel. γνάμπτω q.u.
German (Pape)
[Seite 473] (κάμπτω), gebogen, krumm, κέρατα Arist. H. A. 9, 45; δρέπανον Antiphil. 4 (VI, 85); ἄγκιστρον Archi. 10 (VI, 192). – Ar. Nubb. 336 γαμψοὶ οἰωνοί; s. γαμψῶνυξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
recourbé.
Étymologie: *γάμπτω = κάμπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαμψός -ή -όν gekromd, krom, gebogen; ook voor γαμψῶνυξ:. γαμψοὺς οἰωνούς vogels met gekromde klauwen Aristoph. Nub. 337.
Russian (Dvoretsky)
γαμψός:
1 загнутый, изогнутый, кривой (κέρατα, ὄνυχες, ὀδόντες Arst.; ἄγκιστρον, δρέπανον Anth.);
2 с кривыми когтями (οἰωνοί Arph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: curved, crooked (Ar.)
Compounds: γαμψῶνυξ (Il.), γαμψώνυχος (Epich.) w. curved claws.
Derivatives: γαμψόομαι (Arist.), γαμψωλή (H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: It seems evident to connect γνάμπτω (q.v.). The absence of the -ν- was explained as dissimilation, if γαμψός is a backformation from γαμψώνυχ(ο)- (Leumann Hom. Wörter 156); this is improbable and must be rejected. (It is an explanation to avoid certain conclusions; we should rather explain these conclusions). Nor a contamination of γνάμπτω and κάμπτω (Güntert Reimwortbildungen 115f.). I think we rather have to connect (a variant of) κάμπτω. Also, the question remains about the relation between κάμπτω and γνάμπτω. I think all these words are Pre-Greek; s.vv.
Middle Liddell
= γαμψῶνυξ κάμπτω
curved: of birds of prey.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γαμψός, -ή, -όν)
κυρτός, αγκυλωτός
αρχ.
(για πτηνά) ο γαμψώνυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ' απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ ή λείψανδρος, αψύς < αψίθυμος, κοντός < κοντομάχος, κοντοβόλος κ.τ.ό.). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η υπόθεση συμφυρμού τών γνάμπτω και κάμπτω.
Greek Monotonic
γαμψός: -ή, -όν (κάμπτω), καμπυλωτός, κυρτός· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = γαμψῶνυξ, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
γαμψός: ή όν, (κάμπτω) καμπύλος, κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · ῥύγχος ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = γαμψῶνυξ Ἀριστοφ. Νεφ. 337.
Frisk Etymology German
γαμψός: {gampsós}
Meaning: krumm (Ar. Nu. 337 [lyr.], Hp., Arist. u. a.)
Composita: Kompositum γαμψῶνυξ (poet. seit Il.), γαμψώνυχος (Epich., Arist. usw.) krummkrallig.
Derivative: mit γαμψότης, γαμψόομαι (Arist.) und γαμψωλή (H.).
Etymology: Offenbar zu γνάμπτω (s. d.); der Wegfall des -ν- erklärt sich unschwer als dissimilatorisch, wenn man γαμψός als eine Rückbildung aus dem früher belegten verbalen Reduktionskompositum γαμψώνυχ(ο)- ansieht, s. Leumann Hom. Wörter 156 m. Lit. Dadurch erübrigt sich die Annahme einer Kontamination von γνάμπτω und κάμπτω (Güntert Reimwortbildungen 115f.).
Page 1,288-289
Mantoulidis Etymological
(=καμπύλος, κυρτός). Ἀπό τό κάμπτω. Συγγενική λέξη μέ τό γνάμπτω (=κυρτώνω).
Παράγωγα: γαμψότης, γαμψόω, γαμψῶνυξ.