γηθέω: Difference between revisions

902 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γηθέω]] και [[γαθέω]] και [[γήθω]] (A) (AM [[γήθομαι]])<br />[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι με [[κάτι]] ή κάνοντας [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>φρ.</b> «[[γηθέω]] φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η [[ψυχή]] μου<br />II. (η μτχ. παρακμ.) <i>γεγηθώς</i><br /><b>1.</b> [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]] («ἦ καὶ γεγηθὼς ταῡτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῑς;» — νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να μιλάς [[έτσι]] [[χωρίς]] να τιμωρηθείς; <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> το λατ. <i>gaudĕ</i><i>ō</i> («[[χαίρομαι]]»), <i>g</i><i>ā</i><i>v</i><i>ī</i><i>sus sum</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[γηθέω]] <span style="color: red;"><</span> <i>γᾱF</i> -<i>εθ</i> -<i>έω</i> (η <i>γαF</i> -<i>αθ</i> -<i>έω</i>), [[αλλά]] η [[συναίρεση]] του -<i>ᾱFe</i>- [[πρέπει]] να έγινε πολύ [[νωρίς]], [[πράγμα]] που ισχύει και για τον παρακμ. <i>γέγηθα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γε</i> -<i>γᾱFεθ</i> -<i>α</i>. Η [[υπόθεση]] [[περί]] αρχικού θέματος παρακμ. <i>γᾱθ</i> -, βάσει του οποίου θα σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] ο ενεστ. <i>γᾱθέω</i>, [[γηθέω]], αίρεται από την ύπαρξη του λατ. <i>gaude</i><i>ō</i>. To ρ. συνδέεται πιθ. με τα [[γαίω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>γᾰF</i> -<i>ιω</i>), [[γάνυμαι]], [[γαύρος]] και απαντά [[σπανίως]] στην αττική διάλεκτο, [[γιατί]] αντικαταστάθηκε από το συνώνυμο [[χαίρω]]. Ο παρακμ. <i>γέγηθα</i> έχει [[σημασία]] ενεστώτα και [[είναι]] [[συχνός]] στους τραγικούς, ενώ ο [[παράλληλος]] τ. ενεστ. [[γήθω]], που μαρτυρείται μτγν., [[είναι]] πιθ. [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αμφιγηθέω</i>, <i>επιγηθέω</i>, [[συγγηθέω]].
|mltxt=[[γηθέω]] και [[γαθέω]] και [[γήθω]] (A) (AM [[γήθομαι]])<br />[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι με [[κάτι]] ή κάνοντας [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>φρ.</b> «[[γηθέω]] φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η [[ψυχή]] μου<br />II. (η μτχ. παρακμ.) <i>γεγηθώς</i><br /><b>1.</b> [[περιχαρής]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]] («ἦ καὶ γεγηθὼς ταῡτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῑς;» — νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να μιλάς [[έτσι]] [[χωρίς]] να τιμωρηθείς; <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> το λατ. <i>gaudĕ</i><i>ō</i> («[[χαίρομαι]]»), <i>g</i><i>ā</i><i>v</i><i>ī</i><i>sus sum</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[γηθέω]] <span style="color: red;"><</span> <i>γᾱF</i> -<i>εθ</i> -<i>έω</i> (η <i>γαF</i> -<i>αθ</i> -<i>έω</i>), [[αλλά]] η [[συναίρεση]] του -<i>ᾱFe</i>- [[πρέπει]] να έγινε πολύ [[νωρίς]], [[πράγμα]] που ισχύει και για τον παρακμ. <i>γέγηθα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γε</i> -<i>γᾱFεθ</i> -<i>α</i>. Η [[υπόθεση]] [[περί]] αρχικού θέματος παρακμ. <i>γᾱθ</i> -, βάσει του οποίου θα σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] ο ενεστ. <i>γᾱθέω</i>, [[γηθέω]], αίρεται από την ύπαρξη του λατ. <i>gaude</i><i>ō</i>. To ρ. συνδέεται πιθ. με τα [[γαίω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>γᾰF</i> -<i>ιω</i>), [[γάνυμαι]], [[γαύρος]] και απαντά [[σπανίως]] στην αττική διάλεκτο, [[γιατί]] αντικαταστάθηκε από το συνώνυμο [[χαίρω]]. Ο παρακμ. <i>γέγηθα</i> έχει [[σημασία]] ενεστώτα και [[είναι]] [[συχνός]] στους τραγικούς, ενώ ο [[παράλληλος]] τ. ενεστ. [[γήθω]], που μαρτυρείται μτγν., [[είναι]] πιθ. [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αμφιγηθέω</i>, <i>επιγηθέω</i>, [[συγγηθέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γηθέω:''' Δωρ. γᾱθέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγήθησα</i>· Επικ. <i>γήθησα</i>, παρακ. [[γέγηθα]]· Δωρ. <i>γέγᾱθα</i> (με [[σημασία]] ενεστ.), υπερσ. <i>ἐγεγήθειν</i>, Επικ. <i>γεγήθειν</i> ([[γαίω]])· [[χαίρω]], [[αγάλλομαι]], σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν [[τάδε]] γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. <i>γηθήσει προφανείσα</i> (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας [[ζῶν]], χαίρεσαι με το να ζεις, με τη [[ζωή]], σε Σοφ.· γεγηθέναι [[ἐπί]] τινι, στον ίδ.· μτχ. <i>γεγηθώς</i>, όπως το <i>χαίρων</i>, Λατ. [[impune]], στον ίδ.
}}
}}