Anonymous

γηθέω: Difference between revisions

From LSJ
627 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γηθέω:''' Δωρ. γᾱθέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγήθησα</i>· Επικ. <i>γήθησα</i>, παρακ. [[γέγηθα]]· Δωρ. <i>γέγᾱθα</i> (με [[σημασία]] ενεστ.), υπερσ. <i>ἐγεγήθειν</i>, Επικ. <i>γεγήθειν</i> ([[γαίω]])· [[χαίρω]], [[αγάλλομαι]], σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν [[τάδε]] γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. <i>γηθήσει προφανείσα</i> (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας [[ζῶν]], χαίρεσαι με το να ζεις, με τη [[ζωή]], σε Σοφ.· γεγηθέναι [[ἐπί]] τινι, στον ίδ.· μτχ. <i>γεγηθώς</i>, όπως το <i>χαίρων</i>, Λατ. [[impune]], στον ίδ.
|lsmtext='''γηθέω:''' Δωρ. γᾱθέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγήθησα</i>· Επικ. <i>γήθησα</i>, παρακ. [[γέγηθα]]· Δωρ. <i>γέγᾱθα</i> (με [[σημασία]] ενεστ.), υπερσ. <i>ἐγεγήθειν</i>, Επικ. <i>γεγήθειν</i> ([[γαίω]])· [[χαίρω]], [[αγάλλομαι]], σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν [[τάδε]] γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. <i>γηθήσει προφανείσα</i> (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας [[ζῶν]], χαίρεσαι με το να ζεις, με τη [[ζωή]], σε Σοφ.· γεγηθέναι [[ἐπί]] τινι, στον ίδ.· μτχ. <i>γεγηθώς</i>, όπως το <i>χαίρων</i>, Λατ. [[impune]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γηθέω:''' дор. [[γαθέω|γᾱθέω]] радоваться (θυμῷ, κατὰ θυμόν и φρένα Hom.: τι Hom., ἔν τινι Pind., τινι Hes., Arst. и ἐπί τινι Soph., Dem.): [[ἥδομαι]] καὶ [[γέγηθα]] Arph. я счастлив и рад; γέγηθας [[ζῶν]] Soph. ты радуешься жизни; ἦ καὶ γεγηθὼς ταῦτ᾽ ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; Soph. уж не думаешь ли ты, что всегда сможешь говорить это с веселым видом, т. е. безнаказанно?
}}
}}