γλίχομαι: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλίχομαι]] (AM)<br />[[επιθυμώ]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιμένω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μοχθώ]], [[πασχίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>gli</i>- (με [[παρέκταση]] σε -<i>χ</i>-) μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του <i>glei</i> «[[κολλώ]], [[αλείφω]]», που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>gel</i>- «συμπυκνούμαι»].
|mltxt=[[γλίχομαι]] (AM)<br />[[επιθυμώ]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιμένω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μοχθώ]], [[πασχίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>gli</i>- (με [[παρέκταση]] σε -<i>χ</i>-) μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του <i>glei</i> «[[κολλώ]], [[αλείφω]]», που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>gel</i>- «συμπυκνούμαι»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλίχομαι:''' [ῐ], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[επιμένω]] σε [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]] να απολαύσω [[κάτι]], [[ποθώ]], [[επιθυμώ]] σφοδρά ένα [[πράγμα]]· με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι</i>, αγωνίσου πώς θα γίνεις [[στρατηγός]], σε Ηρόδ.· με απαρ., είμαι [[πρόθυμος]] να πράξω [[κάτι]], σε Πλάτ. Δημ.
}}
}}